Mittwoch, 27. April 2016

PROF. DR. CORNELIA PAUN - SCRIITOARE, JURNALISTA A. PRESEI INTERNATIONALE.OPERE GREACĂ

 
 
 

DR. CORNELIA PĂUN HEINZEL:“Η αγάπη για το Τσέρνοβιτς” Μερικές φορές η μοίρα σε μεταφέρει σε τόπους που ποτέ δεν ονειρεύτηκες να γνώρισεις.
       Ο Νικόλαε αποφοίτησε "φιλοσοφία", αλλά ακριβώς στην ολοκλήρωση των σπουδών του, άρχισε η κρίση, μια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που πλήττει ολόκληρο τον κόσμο, μέσα από την ανεργία, πτωχεύσεις, το χρέος και την κοινωνική αναταραχή. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος φτώχεινε  τον πληθυσμό. Οι αποφοίτοι πανεπιστιμιών, η αφρόκρεμα  των διανοούμενων ήταν η πιο έντονα επιρεαζμένη. Αλλά η πιο τραγική κατάσταση ήταν με τους πρόσφατους πτυχιούχους των πανεπιστημίων, που έβλεπαν τα όνειρα και τις προσδοκίες τους να γκεμίζονται. Για μια θέση σαν θυρώρος έπερναν μέρος στο διαγωνισμό επιλογής έναςαπόφοιτος της «Ιατρικής», ένας της «Λογότεχνιας», ένας μηχανικός και ένας με μεταπτυχιακό στο "Δίκαιο". Αν  είχε ακούσει  τον πατέρα του, ιερέας στο χωριό, ο Νικολάε θα είχε περισσότερες πιθανότητες. Αλλά όταν πήγε να εγγραφεί στο κολέγιο, και πήρε το φάκελο από την «Θεολογία», όπου ο πατέρας του τον είχε γράψει,  αυτός γράφτηκε στην "Φιλοσοφία". Αυτό ήταν το πεδίο που ήθελε να  μελετήσει και αυτό  ακολούθησε.
.....................................................................................................................................................................
Στο δρόμο ο Νικολάε συνάντησε έναν γνωστό.
- Έχουμε ακόμη μια ευκαιρία! Έχω ακούσει ότι κάνουν προσλήψεις στον στρατό. Ας δοκιμάσουμε και έμεις.Δεν έχουμε καλύτερη ευκαιρία! είπε ο νεαρός άνδρας.
- Πού πρέπει να πάμε;  ρώτησε ο Νικολάε
- Θα συναντηθούμε αύριο στις δέκα, μπροστά στην Πανεπιστημίου. Να είστε προετοιμασμένοι! είπε ο νεαρός άνδρας.
Ο Νικολάε επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι. Ήταν η παραμονή των Θεοφανείων. Άθελα του, θυμήθηκε την παιδική του ηλικία, ο Νικολάε ξεκίνησε να τραγουδά εκκλησιαστικά τραγούδια, που είχε ακούσει  κατά τη βρεφική ηλικία και τουφαινότανε τόσο οικεία. Νίκολας είχε και μια όμορφη φωνή.
        Στην αυλή, η σπιτονοικοκυρά άρχισε να κάνει  το σταυρό της με ευλάβεια.Ο Εμίλ, ο ιατρός άρχισε να γελά.
- Τι κάνειςκυρά Ματίλντα και κάνεις το σταυρό σου με τέτοιο πάθος?
- Λοιπόν, είναι Θεοφάνεια και έρχεται ο παπάς! Τι, δεν τον ακούς; είπε η γυναίκα.
- Χα, χα, χα! Ο Εμίλ  γέλασε με την ψυχή του. Ο Νίκου, κυρά Ματίλντα, είναι ο Νίκου, ο συγκάτοικός μου! Είπε.
- Πώς, όμως τραγουδά τόσο όμορφα; Τι  φωνή έχει! Είπε η Ματίλντα με θαυμασμό.
- Δεν ξέρεις ότι ο πατέρας του είναι ιερέας; Γι’ αυτό ξέρει όλα τα τραγούδια τέλεια! εξηγεί ο νεαρός.
- Καλά, γιατί δεν έγινε και αυτός ιερέας; Ρώτησε η γυναίκα.
- Δεν ήθελε, δεν ήθελε κυρά Ματιλντα! απάντησε ο νεαρός άνδρας.
        Την επόμενη μέρα, δέκτηκαν αμέσως τον Νικολάε στο στρατό, με το αθλητικό και γυμνασμένο κορμί τοθ . ‘Ελυσε έτσι το πρόβλημα με την εργασία. Όχι όπως ο ίδιος επιθυμούσε, αλλά με την κρίση ήταν η μόνη δυνατή λύση για αυτόν. Όσο για τη φιλοσοφία, θα μπορούσε να συνεχίσει να σπουδάζει στον ελεύθερο του χρόνο. Και όταν θα έρχονταν  πιο ευνοϊκές συνθήκες, θα γινόταν δάσκαλος, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Μέχρι τότε μπορούσε να διαβάζει και να γράφει, όπως έκανε και την περίοδο που ήταν στο σχολείο. Είχε γράψει μια πρωτότυπη μονογραφία του χωριού του, η πρώτη του είδους της, μετά από σοβαρή έρευνα. Ο οικισμός ιδρύθηκε από τους στρατιώτες τουΤούτορ Βλαδιμιρέσκου όταν υποχώρησαν μετά την ήττα. Η λογοτεχνία εξακολουθούσε  να παραμένει το πάθος του Νικολάε, κυρίως επειδή κατά τη διάρκεια των σπουδών του, είχε μελετήσει μόνος του όλα τα βιβλία και τα μαθήματα του καλύτερου του φίλου, Λίβιου, φοιτητή στη Λογοτεχνία.Ο Νικολάε είχε μελετήσει με πάθοςόλεςτις  μελέτες περί λογοτεχνικής κριτικής και λογοτεχνικής θεωρίας. Πήγαινε ακόμη και στα μαθήματα με τον Λίωιου για να ακούσει ειδικές διαλέξεις από καθηγητές. Η ζωή στο στρατό, δεν ήταν εύκολο για έναν άνθρωπο είχε μάθει να  μελετάει. Αλλά ο αθλητικός  χαρακτήρας του Νικολάε, έκανε να ξεπεραστούν τα εμπόδια.
Στην μονάδα του, οι συνάδελφοι του είχαν μάθει για την ανώτερη του εκπέδευση . Πολλοί τον ζήλευε. Η φήμη έφτασε και στα αυτιά του διοικητή. Άνθρωποςμορφωμένος, ο Μπερεζοιανου, τον κάλεσε επειγόντως.
 
-Μπράτου το έχεις με την "φιλοσοφία" και ξέρεις αρχαία ελληνικά;
- Ναι, κύριε, δήλωσε ο Νικολάε.
- Το απόγευμα, να παρουσιαστείς στο σπίτι μου. Είσαι καλεσμένος για γεύμα! Είναι διαταγή! είπε ο Μπερεζοιάνου χαμογελώντας.
Ο Μπράτου ήρθε ντροπαλά στο σπίτι του συνταγματάρχη. Μετά το πλούσιο γεύμα, ο συνταγματάρχης τον κάλεσε στο γραφείο του.
- Θέλω να συζητήσουμε για νέα βιβλία! του είπε.
- Τι νομίζεις. Ποιο νέο βιβλίο σου φάνηκε  ενδιαφέρον;
Και  μιλούσαν για ώρες για τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη φιλοσοφία.
- Το απόλαυσα! Αντίο!  είπε του Νικολάε ο συνταγματάρχης. Αλλά να θυμάστε! Εδώ είσαι ο κύριος Μπράτου,ο φιλόσοφος, στην μονάδα είσαι ο Μπράτου οστρατιώτης!
            Το καλοκαίρι ο Νικολάε έφτασε με το τάγμα του  Τσέρνοβιτς.  Η πόλη είχε μια παράξενη ομορφιά, βρισκόταν σε όμορφους λόφους των Καρπαθίων, στον ποταμό Προύθο. Ήταν γνωστή σαν η  «Μικρή Βιέννη», ένα όνομα που το άξιζε πλήρως. Με μια ιστορία και μια συναρπαστική αφήγηση, η γοητευτική πόλη ήταν η πρωτεύουσα της Μπουκοβίνα και αποτελούσε  ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Ρουμανίας. Το Τσέρνοβιτς άνθισε κάτω από τους Αψβούργους και αναπτύχθηκε από μια μικρή επαρχιακή πόλη, σ’έναπολυσύχναστο κέντρο γεμάτο ζωή και εθνοτική πολυμορφία, λόγω του εμπορίου, των τεχνων, της κουλτούρας και της εκπαίδευσης. Με κοινές παραδόσεις και ιστορία,Τσέχοι και Αυστριακοί αρχιτέκτονες μετάτρεψαν το Τσέρνοβιτς σε μια σύγχρονη πόλη.
OΝικολάε μαγεύτηκε αμέσως από την πόλη, η οποία ήταν ένας μοντέρνος χώρος γεμάτος φυσικές ομορφιές και φυσικά με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, πολλά γλυπτά μνημεία, πράσινα πάρκα  και φιλόξενες αγορές. Στο  Τσέρνοβιτς συναντούσεςόλα τα αρχιτεκτονικά στυλ που υπήρχαν σε προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη. Ως παντοτινός λάτρης της τέχνης και της ομορφιάς, ο Νικολάε αγαπούσει να περπατάει στα στενά δρομάκια της Τσέρνοβιτς, να παρατηρά τα διαφορετικά στυλ, από την περίοδο του αυτοκράτορα Ναπολέοντα μέχρι τις κλασικές μπαρόκ μελωδικές γραμμές. Θαύμαζε κτίρια σε στυλ neobrancovenesc - συνέχιση του αυστριακου μοντερνισμού - η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, του οποίου η διακοσμητικήσύνθεση είναι σε τέλεια αρμονία με τα στοιχεία της Renessans ιταλικά και ρουμανικές διαδικασίες.Κτίρια με νέο-ρουμανικο και brâncovenesc στυλ, τα αναγνωρίζεις αμέσως με την ομορφιά και την διακόσμηση που θυμίζουν παραδοσιοακές ρουμάνικες στολες, η περιβολή των αγροτών στο χωριό του ήκαι απο τις ογκωδεις ημικύκλοιες κορώνες που ενώνονταν.
Το επιβλητικό κτήριο του Δημαρχείου κτίστηκε το 1847 στην Κεντρική Πλατεία του Τσέρνοβιτς, σε στυλ κλασικισμού. Απο την πλατεία, κατά μήκος του δρόμου Ρομάνα,σε μικρή απόσταση, ο Νικολάοε είδε την Ελληνική Καθολική εκκλησία , που χτίστηκε το 1821 σε Αυτοκρατορικό στυλ..
            Τα νεώτερα κτίριο ήταν εκείνες που έγιναν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που έληξε,απο γαλλικές εταιρείες σε ArtDecor στυλ.
Ο Νικολάε ήταν ενθουσιασμένος απο τα αξιοθέατα στοΤσέρνοβιτς, που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Μπροστά του περνούσαν πέραν τον εκατόνελληνορωμαικων  θεών και θεοτήτων υπό μορφή ανάγλυφων, γλυπών, μωσαϊών κ.α.  όπως και λιοντάρια, πουλιά, φίδια. Βρίσκει ότι το παλιό κέντρο του Βουκουρεστίου ήταν απλά μιαπροσπάθεια της επαρχίαςσε σχέση με το αυτοκρατορικό ανάστημα των κτιρίων του Τσέρνοβιτς, που καθρεφτίζουν την  εντυποσιακή ιστορία, πριν ακόμη την περίοδο που κυριαρχούσαν οι Αψβούργων, η πιο σημαντική γι'αυτόν. Ο Νικολάε είχε διαβάσει το πρώτο έγγραφο του οικισμού, έναν χάρτη που εκδόθηκε από τον Αλεξάντερ τσελ Μπουν.
Το πρώτο κτίριο στο Τσέρνοβιτς που ήθελε να δει Νικολάε ήταν το  Πανεπιστήμιο "Carol I τουΤσέρνοβιτς ". Το κτίριο ήταν ένα κόσμημα το οποίο χτίστηκε κατά το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, σ΄ένα από τα υψηλότερα βουνά στην πόλη. Κατά την ίδρυσή του το 1875 ονομαζόταν "Franz Josef’’ και ήταν ένα φημισμένο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορία. ΟΝικολάε ήξερε από τα βιβλία ότι το Αυστριακό Κοινοβούλιο το 1872 ενέκρινε την ίδρυση του ουγγρικού πανεπιστημίου του Κλουζ, και στις 20 Μαρ του 1875 αποφάσισε να ιδρύσει ένα γερμανικό πανεπιστήμιο στην πρωτεύουσα της Μπουκοβίνας. Ο σκοπός της δημιουργίας αυτού του θεσμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στοΤσέρνοβιτς ήταν κυρίως η διάδοση της γλώσσας, του πολιτισμού και της επιστήμης σε αυτό το μέρος της γερμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Νικολάε σημειώνει ότι κάθε φορά που στρέφει το βλέμμα πίσω, οι δρόμοι του Τσέρνοβιτς αποκαλύπτουν τα πιο αναπάντεχα αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η πρώην Ορθόδοξη  Μητροπόλη  της Μπουκοβίνας και τη Δαλματίας, ξεχώριζε ανάμεσα στα ιστορικά κτίρια τουΤσέρνοβιτς με θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως η Καθολική Εκκλησία, Εκκλησία των Ιησουιτών, η ελληνική Καθολική Εκκλησία, η προτεσταντική εκκλησία ή ναός και η συναγωγή. Στο Τσέρνοβιτς,μια κοσμοπολίτικη πόλη, ένα μίγμα πολιτισμών και θρησκειών, οι ίδιοι οι κάτοικοι έμαθαν πώς να ζουν ειρηνικά και να σέβονται ο ένας τον άλλο, η ανοχή δεν ήταν απλά μονο μια λέξη. Ρουμάνοι, Εβραίοι, Γερμανοί, Πολωνοί, Ουκρανοί, Αρμένιοι και άλλες μειονότητες ζούσαν μαζί ειρηνικά, σε μια πνευματική ατμόσφαιρα,  με διασκέδαση και αναβρασμό. Δεν υπήρχαν προκαταλήψεις των εθνοτήτων ή θρησκευτικό μίσος μεταξύ των κατοίκων της.
Η Μητρόποληπου έμοιαζε σαν κάστρο, με τις πύλες που είχαν τοιχους τριών μέτρων και τα κτίρια της από τούβλα ήταν τοαρχιτεκτονικό κόσμημα της πόλης. Το συγκρότημα αποτελείται από τρία κτίρια,μια επίσημη αυλή και ένα πάρκο 5 στρεμμάτων με σπάνια δέντρα, τεχνητούς λόφους, λίμνες με σιντριβάνια, αγάλματα και το σπήλαιο, που περιβάλλεται από ένα ψηλό τοίχο τριών μέτρων. Η μητροπολιτική κατοικία βρισκόταν στο κέντρο μαζίμε το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη της Suceava. Στα αριστερά ήτανη ιερατική σχολήμαζί με την Συνοδική εκκλησία, ενώ στα δεξιά ένα κτίριο με πύργο, στο οποίοστεγαζόταν μια σχολή αγιογραφίας και μια σχολή για  διακόνους, ένα μουσείο, που ήταν και ξενώνας.
        Την πρώτη νύχτα, Νικολάε πήγε με μερικούς συναδέλφους στον κινηματογράφο. Το κτίριο του κινηματογράφου στοΤσέρνοβιτς χτίστηκε το 1877 σεστυλ  της Μαυριτανίας, πριν ήταν η κύρια συναγωγή της πόλης.
      Την επόμενη μέρα, ο Νικαλάε βγήκε έξω με τονΜίρτσεα, έναν συνάδελφό του, στο Καφέ Βιέννη:
- Έλα και εμείς στο πάρτι. Εδώ τα Σάββατα οργανώνονται πάρτι! Πρότεινε ο Μίρτσεα.
           Το Σάββατο το βράδυ, στο κτίριο δίπλα από την μονάδα  διοργανώνεται μια πολυτελή δεξίωση.
          Επιφανείς οικογένειες, έρχονταν με τις κόρες τους, για να βρουν τον διαλεκτό τους,  να τις παντρέψουν.
Ο Νικαλάε μπήκε μέσα και  εξέτασε  το κομψό πλήθος, που ήταν σε συνεχής ανακίνηση. Ξαφνικά, σε μια γωνιά, είδε μια ξανθιά νεαρή, με μπλε-πράσινα μάτια, μικροκαμωμένη και γλυκιά. Ήταν σαν άγγελος, μεταξύ των άλλων γύρω της. Μιλούσε με μια νεαρή γυναίκα, πιο ψηλή και μελαχρινή,αλλά με τα ίδια συναρπαστικά μάτια. Περπάτησε προς το μέρος τους και ζήτησε  από την ξανθιά να χορέψουν βαλς.
- Έχω αυτό το βαλς; Ρώτησε ο Νικολάε, γέρνοντας ευγενικά το κεφάλι του.
- Ich bin Schön, ich bin gebildet, ich bin WUNDERBAR! πετάχτηκε πάνω η μελαχρινή νεαρή επισημαίνοντας με έμφαση τη λέξη «ich». Γιατί θέλεις να χορέψεις μαζί μου;
 - Μου αρέσει η δεσποινίς », δήλωσε αποφασιστικά ο Νικολάε, ενώ κινούσε  το χέρι τουπρος τα δάχτυλα της , για να της οδηγείσειτην γοητευτική νεαρή στην πίστα.
 - Πως σας λένε, δεσποινίς; Είμαι ο Νικολάε, απόφοιτος «φιλοσοφίας» και ο γιος ιερέα. Τώρα είμαι στο στρατό. Αλλά στο μέλλον θα γίνω δάσκαλος, αυτό που επιθυμώ.
- Ελίζα, είπε με μια απαλή φωνή.
- Και η νεαρή γυναίκα δίπλα σου; ρώτησε ο Νικολάε από περιέργεια. Γιατί αντίδρασε έτσι;
- Είναι η Χελγκα, η μεγάλη μου αδελφή. Είναι πολύ όμορφη, όλοι οι άνδρες την φλερτάρουν. Αναμένει να αρέσει σ’ όλους! Είπε η Ελίζα.
- Αλλά εσείς είστε πολύ πιο λεπτή, πιο ευαίσθητη, πιο γλυκειά ... συνέχισε ο Νικολάε.
- Αυτή είναι η άποψή σας ... είπε σιγανα η Ελίζα
- Μόνο με την αδελφή σας ήρθατε; ρώτησε ο άντρας.
- Είμαι εδώ με τη μαμά, τον μπαμπά και τα τρία αδέλφια μου το Άρθουρ, τον Άλβιν και τον Αντόν.
- Γνωρίζετε πολλές γλώσσες, έτσι δεν είναι; Είδα ότι μιλάτε γερμανικά με την αδελφή σας . Εγώ έμαθα στο λύκειο γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αρχαία ελληνικά και λατινικά! Είπε ο Νικολάε.
- Μιλάω πολύ καλα τα ρουμανικά, γιατί πήγα σε ρουμάνικο δημοτικό, όπου τα ρουμάνικα είναι η μητρική γλώσσα,και γερμανικά, γιατί είμαι αυτής της εθνότητας. Στο «καθολικό σχολείο» μιλούσαμε στα γερμανικά, αλλά έμαθα τη γαλλική γλώσσα ως ξένη γλώσσα. Όταν ήμασταν παιδιά, ωστόσο, είμασταν όλοι από διαφορετικές εθνότητες και παίζαμε πάντα μαζί. Έτσι, όλοι μάθαμε να μιλάμε στα ρωσικά, και στα πολωνικά, και στα ουκρανικά, ακόμη και γίντις. Έτσι καταλαβαίναμε καλύτερα ο ένας τον άλλον, αλλά και με τους γονείς τους. Χρησιμοποιήσαμε αυτό και όταν πηγαίναμε στο μαχαζί των Εβραίων, μπορούσαμε να μιλάμε την γλώσσα τους  και στο κουρείο του ουκρανού, στον κινηματογράφο του ρωσσου που ήταν το πιο κοντινό,ή στο ταχυδρομείο, όπου η υπάλληλος ήταν πολωνέζα. Το Τσέρνοβιτς είναι ένας διεθνής χώρος από αυτή την άποψη. Έχω μάθει να σεβόμαι την  γλώσσα και τη θρησκεία της κάθε εθνηκότητας. Να σεβόμαστε καν να αγαπάμε ο ένας τον άλλο!
      Ο χορός τέλειωσε και ο Νικολάε οδηγεί την Ελίζα πίσω στη θέση της.
- Μπαμπά, είναι ο Νικολάε , είναι στο στρατό και έχει πάρει πτυχίο στη "Φιλοσοφία"! είπε η Ελίζα.
- Εμ, στο στρατό! Το όνομά μου είναι ΧένρικΧάνσελ. Αυτή είναι η γυναίκα μου, η Γερτρούδη. Ήμουν κι εγώ αξιωματικός στην αυλή του αυτοκράτορα της Βιέννης. Όταν βγήκα με σύνταξη, έχω συνταξιοδοτηθεί εδώ στοΤσέρνοβιτς. Παντρεύτηκα και τώρα έχω μια μικρή επιχείρηση, ένα εργοστάσιο που παράγει φαρμακευτικό αλκοόλ.
Ο Νικολάε παρατήρησε ότι η κα Γερτρούδη ήταν πολύ πιο νεαρή  από ό, τι ο κ Χάνσελ
- Ο αδερφός μου παρέμεινε στη Βιέννη και ο γιος του, ο ανιψιός μου είναι ένας εξέχων δικηγόρος εκεί, συνεχίσε ο κ Χάνσελ.
- Ναι, μ’αυτή την κρίση, ολοκληρώνειη Γερτρούδη ... τα ανίψια μου, ο Πέτερ και Τζοχάννις,φύγανε στο εξωτερικό, στον Καναδά ...
- Μου επιτρέπετε να επισκεφθώ ξανά την κόρη σας; ρώτησε ο Νικολάε.
- Φυσικά! είπε ο ηλικιωμένος.
- Αυτός είναι ο Μάικλ! είπε η Χέλγκα βαδίζωντας γρήγορα προς το μέρος τους. Μας προσκαλεί στην αποφοίτηση της αδελφής του, Αναστασίας, στο Πανεπιστήμιο. Θα έρθετε και εσείς κύριε Μπράτου; ρώτησε η Χέλγκα τον Νικολάε.
- Φυσικά! απάντησε ο άντρας.
Την επόμενη μέρα, ο Νικολάε  πήρε όλα τα χρήματα που είχε και σταμάτησε στο ανθοπωλείο στο κέντρο του Τσέρνοβιτς. Μπήκε μέσα και είπε στο αγόρι που πουλούσε λουλούδια:
- Θέλω να παραγγείλω κόκκινα τριαντάφυλλα!
- Πόσα θέλεις; ρώτησε ο νεαρός πωλητής.
- Για όλα αυτά τα χρήματα είπε ο Νικολάε και άπλωσε το χέρι του με τα χρήματα.
- Παρακαλώ να τα  στείλετε στο: Wagnergasse nr. 13, Δεσποινίς Ελίζα Χένζελ, με αυτόν τον φάκελο.
          Ο πωλητής έστειλε αμέσως το αγόρι που διάνεμαι τα λουλούδια στη πιο πιο πάνω διεύθυνση.
Αυτός έφτασε μέσα σε δέκα λεπτά με τα τριαντάφυλλα μπροστά από το σπίτι, ένα επιβλητικό κτίριο και χτύπησε την πόρτα. Αμέσως εμφανίστηκε η Γερτρούδη, η μητέρα της Ελίζας.
- Έχω λάβει εντολή να φέρω αυτά τα λουλούδια! είπε το αγόρι.
Και άρχισε να ξεφορτώνει  τεράστια μπουκέτα από κόκκινα τριαντάφυλλα.
- Πού πηγαίνουν; ρώτησε.
- Στο σαλόνι! είπε έκπληκτη η γυναίκα.
       Μέσα σε λίγα λεπτά, το δωμάτιο ήταν καλυμμένο με πανέμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα.
- Άραγε ποίος θα μπορούσε να μου τα έχει στείλει; ρώτησε ενθουσιασμένη η Χάλγκα και έσπευσε ανυπόμονα προς ροζ φάκελο που συνόδευε τα τριαντάφυλλα.
         Ο φάκελος έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα: «Όμορφη και ευαίσθητη Δεσποινις Ελίζα, από τον Νικολάε. Η Χέλγκα άνοιξε με δύναμη τον φάκελλο και κοίταξε σαστισμένη τους στίχους που κάλυπταν το χαρτί.
- Πώς, για την Ελίζα είναι; Όχι για μένα; Εγώ είμαι η πιο όμορφη, έπρεπε να πάρω τριαντάφυλλα! Και σου έγραψε ένα ποίημα! Εμένα, δεν μου έγραψε ποτέ κανείς ένα ποίημα!  είπε θυμωμέναη νεαρή κοπέλα
- Άστο θα πάρεις και εσύ τριαντάφυλλα! είπε απαλά η Ελίζα
- Εσύ γιατί ανακατέβαισε! Δεν χρειάζομαι  τις παρηγοριές σου. Κανείς δεν είναι σαν κι εμένα! Είπε η Χέλγκα όλο και πιο θυμωμένα και ξέσπασε σε λυγμούς.
       Από εκείνη την ημέρα, η Ελίζα έπερνε κάθε μέρα ένα λουλούδι από τον Νικολάε.
            Την επόμενη μέρα, ο Νικολάε επισκεφθήκε την οικογένειά Χένκελ.  Το οικογενειακό σπίτι  ήταν περιτρυγιρισμένο από κομψά σπίτια δύο και τρειών ορόφων, σε ένα γνωστόρομαντικό,  λιθόστρωτο δρόμο,που ήταν δημοφιλές για τις γαμήλιες συνοδείες.
            Ήταν μεσημέρι και η οικογένεια τον κάλεσεγια γεύμα.
- Θα μείνετε μαζί μας στο τραπέζι, κ Μπράτου! είπε ευγενικά η Γερτρούδη.
Στο τεράστιο σαλόνι με ξύλινα σκαλιστά έπιπλα, ένα μακρύ τραπέζι στη μέση του δωματίου. Μπροστά ήταν μια μεγάλη ζωγραφιά, μια ζωγραφική που αντιπροσωπεύει ένα ζευγάρι –ενός στρατιωτικού με επιβλητικη στάση και φορεσιά με ένα μακρύ λαμπερό σπαθί και μια κομψή κυρία με ένα τεράστιο καπέλο και ομπρέλα. Ήταν ο κύριος και η κυρία Γερτρούδη όταν ήταν νεότεροι.
Η Γερτρούδη είχε προετοιμάσει διάφορα φαγητά - σούπα κοτόπουλο, χοιρινό ψητό με πατάτες και σαλάτα από ντομάτες και αγγούρια Iari και ως επιδόρπιο ένα τεράστιο κέικ σοκολάτας, με λουλούδια από κρέμα τοποθετημένα στην κορυφή του.
- Κάνουμε τα ψώνια μας στην «Elizabethplatz '', αγορά τροφίμων κοντά στην πλατεία Θέατρου, είπε η Γερτρούδη. Πήρε το όνομά της προς τιμήν της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ, ολοκλήρωσε θεωρώντας αναγκαίο να δώσει τέτοιες εξηγήσεις.
- Τι σκέψεις για το μέλλον; ρώτησε ο Χένρικ τον Νικολάε.
- Θέλω να γίνω φιλόλογος. Αυτή είναι η αποστολή μου! Η κρίση μου χάλασε λίγο τα σχέδεια μου, αλλά είμαι νέος και θα φτάσω στο στόχο μου. Τώρα όμως, θα ήθελα να παντρευτώ ... θα ήθελα να παντρευτώ την Ελίζα, είπε ντροπαλά ο νεαρός άνδρας.
Έγινε σιωπή. Οι γονείς ήθελαν να παντρέψουν το κορίτσι τους , αλλά τώρα είχαν βρεθεί προ έκπληξης. Τώρα, με την κρίση είχαν και αυτοί τελματώσει. Πρόσφατα, η κυβέρνηση Ιοργα  είχε κόψεικαι τις συντάξεις, πράγμα που τους είχε επηρεασεί έντονα. Η επιχείρηση με το αλκοόλ είχε πάρει την κατρακυλα και οι συντάξεις ήταν το μόνο τρέχον εισόδημα. Που πλέον δεν υπήρχαν....
- Αλλά Ελίζα  είναι πολύ μικρή. Μόλις τέλειωσε το "Καθολικό Σχολείο Καλογριών».
 Στο
Τσέρνοβιτς, τα κορίτσια της οικογένειας πήγαιναν σ’αυτό το σχολείο για να προετοιμαστούν για γάμο - εκμάθηση ξένων γλωσσών να συνομιλούν, να τραγουδούν, να κεντούν,να ράβουν, να μαγειρεύουν ...
- Πρέπει να έχουν προίκα για να παντρευτούν έναν αξιωματικό! είπε η Γερτρούδη. Αγοράσαμε ένα σπίτι με κήπο κοντά στο
Τσέρνοβιτς
. Αυτό θα σας δώσω για προίκα!
- Μου επιτρέπετε να προσκαλέσω την Ελίζα για μια βόλτα στο πάρκο; Θα την φέρω πίσω σε μια ώρα, είπε ο Νικολάε απευθυνόμενος στους γονείς του κοριτσιού
.
- Φυσικά , είπε η Γερτρούδη
.
       
Το πάρκο ήταν κοντά στο σπίτι της Ελίζας. Ένα συναρπαστικό πάρκο, βαμμένο σε αποχρώσεις του πράσινου από την πλούσια βλάστηση, και λευκού από τα πανγκακια, τους κάδους απορριμμάτων, τα κτίρια και τα παραρτήματα τους , όλα βαμμένα σε λευκό. Ο Νικολάε με την στρατιωτική στολή και το γαλανθό φόρεμα της Ελίζας συγχρονίζονταν τέλεια με το όλο σκηνικό.
.
          Οι νεαροί
κάθισαν σε ένα παγκάκι κάτω από μια λυγισμένη ακακία, με ένα στεφάνι από φύλλα που έχουν αναπτυχθεί ως μια τεράστια ομπρέλα. Μπροστά τους, δέσποζε ένα μαγευτικό δέντρο με διάφορους ξύλινους σχηματισμους, σαν προβοσκίδες. Όταν παρατηρούσες το δέντρο ήταν σαν να είχε κάτι μεγαλοπρεπές. Φαινόταν σαν να μετάφερε ένα κομμάτι της μεγαλοπρέπειας του σε όσους το κοίταζαν. Ξεχώριζε ανάμεσα σε κάτι ψηλές και γέρικες τούγιες, με τον γυμνό κορμό του, με τα μακριά γυρτά κλαδιά, όπως τις ιτιές, τα οποία είχαν σχεδόν ξεράνει, όμως εξακολουθούσε να εκπέμπει μια γοητεία. Στα δεξιά μια σειρά από νεαρές ακακίες, έμοιαζαν να  παρατάσσονται σαν στρατιώτες στη διμοιρία
.
           Το γ
λυκό κελάηδημα των πουλιών, που διανθίζοταιν περιστασιακά με μελωδικές τρίλιες είχε μια ξεχωριστή γοητεία. Από μακριά ακουγόταν το γλυκό τραγούδι του κούκου.
Αλλά η θαυματουργή έλξη του πάρκου  οφειλόταν στις τρανταφυλλιές που ποικιλλούσαν από πορφυρό κόκκινο του αίματος και της αγάπης, μέχρι  το κατάλευκο της αθωότητας και ειλικρίνειας.
           Ο
Νικολάε έκοψε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και έβαλε στα μαλλιά της Ελίζας
.
           Τα φ
ύλλα των δέντρων έτρεμαν από το χάδι του ανέμου. Και ο Νικολάε είχε την αίσθηση ότι ο χώρος μεταμορφωνόταν σε ένα μαγικό κόσμο, του αρχέγονου ζευγαριού
.
           
Κανείς δεν έβγαζε τσιμουδιά. Αν και συνήθως ήταν κοινωνικοί χαρακτήρες, ο Νικολάε και η Ελίζα δεν ήταν και πολύ ομιλητικοί. Μιλούσαν μόνο ό,τι χρειαζόταν και όταν χρειαζόταν. Όμως, αυτή η μυστηριώδησ γλώσσα της σιωπής τους ένωνε ακόμη περισσότερο. Τους ένωνε τις ψυχές και τις καρδιές για πάντα... Μπροστά τους, διαγράφοταν δύο κορομύλιες μπλεγμένες   μεταξύ τους ως εκ θαύματος σχηματίζοντας μια πύλης διέλευσης. Διπλα, μια καμπυλωτή, με μια πυκνή στεφάνη τους προστάτευε ...
            Κατά την επιστροφή στο σπίτι πέρασαν από το θέατρο. Το θέατρο
του Τσέρνοβιτς ήταν ένα
εντυπωσιακό κτίριο που κατασκευάστηκε υπό την επίδραση της Αρχιτεκτονικής Σχολής της Βιέννης
.
- Θές να πάμε το Σάββατο σε μια παράσταση; ρώτησε ο  Νικολάε, λάτρης της κουλτούρας, όπως πάντα, χαρούμενος που ήταν σε θέση να δει μια νέα παράσταση αλλά και λόγω της συντροφιάς του.
       Έφτασαν σύντομα  στην κεντρική πλατεία. Στο κέντρο βασίλευε  ανενόχλητο το Μνημείο Ένωσης, που εγκαινιάστηκε το 1924 στο
Τσέρνοβιτς με την παρουσία της βασιλικής οικογένειας.
.....................................................................................................................................
           
Ο γάμος είχε πραγματοποιηθεί γρήγορα, χωρίς πολλές προετοιμασίες. Στην πραγματικότητα, ο Νικολάε δεν ήταν ποτέ σκλάβος των τυπικοτήτων. Ούτε και η Ελίζα είχε πολλές αξιώσεις σε αντίθεση με τη αδελφή της Χέλγκα. Γι’ αυτούς , η αγάπη ήταν το πιο σημαντικό πράγμα. Όλη αυτή η επιφανείακη παράσταση δεν είχε καμία αξία . Μόνο  τα συναισθήματα είχαν αξία...
Έμειναν στο Τσέρνοβιτς, στους γονείς της Ελίζας. Το σπίτι με κήπο, το οποίο είχε πάρει ως προίκα η Ελίζα,  δεν πρόλαβαν να κατοικήσουν. Μόνο το επισκέπτονταν που και που.
            Ο π
ατέρας της Ελίζας πέθανε σύντομα. Δεν μπόρεσε να αντέξει το άγχος κατά τη διάρκεια κρίσης
.
            
Η Ελίζα ήταν πολύ καλή στις δουλειές του σπιτιού. Είχε μια εξαιρετική πρακτική νοημοσύνη. Μάθαινε γρήγορα ότι είχε σχέση με επιδεξιότητα. Αν έβλεπε κάποίον να επισκευάζει  κάτι, αμέσως μπορούσε να το κάνει και αυτή. Με τον τρόπο αυτό, ότι βλάβες είχε στο σπίτι, τις επισκεύαζε χωρίς προβλήμα - ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, συσκευές ... Της άρεσε να μαγειρεύει, να εργάζεται και να τραγουδήσει, ειδικά το τραγούδι "Chernivtsi, schöne Stadt". Άκουγε οποιαδήποτε συμβουλή έπερνε, και μάθαινε ότι ηταν χρήσιμο, από όποιονδηποτε.
- Αν βουρτσίζετε τα δόντια σας κάθε μέρα, θα κρατήσεις τα δόντια σου ανέπαφο! Η γιαγιά μου πέθανε με όλα τα δόντια στο στόμα σας, γιατί τα έπλενε με αλάτι καθημερινά, έλεγε στην κόρη της.
            Ο Νικολάε ήταν άνθρωπος της μελέτης, του βιβλίου. Η στρατιωτική σταδιοδρομία δεν ήταν        γι 'αυτόν, αλλά την ακολουθούσε χωρίς να φαίνεται σαν μια αγγαρεία, επειδή ήταν αθλητικός χαρακτήρας, ανθεκτικός στη άσκηση.
              Η Ελίζα έμεινε έγκυος αμέσως, και εννέα μήνες μετά τον γάμο γέννησε ένα πολύ όμορφο αγόρι, τον Μίρτσεα. Θα αρρωστήσει γρήγορα, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ζωής και πεθαίνει. Μετά από ένα χρόνο, η Ελίζα γέννησε πρόωρα ένα κοριτσάκι, εύθραυστο και ευαίσθητο, που έμοιαζε πολύ του Νικολάε.
.........................................................................................................................................
         
Μια μέρα στο τέλος του Ιουνίου του 1940, ο Νικολάε ήταν κοντά στις όχθες του Προυτ με την διμοιρία, όταν άρχισαν να πυροβολούν προσ το μέρος τους. Τους βρήκαν απροετοίμαστους. Ο καθένας έτρεχε προς διαφορετική κατεύθυνση. Δεν φαινόταν τίποτα! Μόνο σφαίρες, σκόνη, απελπισμένες κραυγές ...
          Όταν τέλειωσαν όλα, ο Νικολάε ήταν σε μια χαράδρα - μια φυσική χαράδρα σκαμμένη ως εκ θαύματος στην όχθη του Προύθου - κοντά σε ένα πολίτη, ένα βοσκό από το χωριό.
- Θεε μου, αλλά πώς την γλυτώσετε! Περάσατε το ποτάμι πάνω σ’ αυτή την δοκό, που κανονικά δεν μπορεί να περάσει άνθρωπος! Σας είδα όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί  και δεν πίστευα τα μάτια μου. Διασχίσατε με ταχύτητα, σαν να πετούσατε πάνω από το νερό. Κοίτα τι κάνει ο φόβος στον άνθρωπο! του είπε ο βοσκός.
      
Ο Νικολάε κοίταξε τη δοκό και πραγματικά τώρα δεν θα μπορούσε να περπατήσει πάνω της. Μόνο ένας ακροβάτης του τσίρκου, μετά από αρκετά χρόνια εξάσκηση θα μπορούσε να το κάνει!
       Στη διμοιρία του ήταν μεγάλη καταστροφή. Όλοι, όμως, ήταν ικανοποιημένοι που ήταν ζωντανοί. Είδαν το θάνατο κατάματα. Μόνο λίγοι ήταν τραυματισμένοι
Ο δοιηκητής τους ανακοίνωσε αμέσως:
- Έχουμε υπογράψει την συμφωνία  Μολότοφ-Ρίμπεντροπ! Η Βεσσαραβία, η Μπουκοβίνα και η περιοχή της Χέρτζα δεν αποτελούν πλέον  μέρος της Ρουμανίας, έχουν παραχωρηθεί! Έρχονται οι ρώσσοι. Έχουμε διαταγή να αποσύρουμε το τάγμα αμέσως. Ενημερώστε την οικογένειά σας και να φύγετε το συντομότερο δυνατό! Αφήστε το Τσέρνοβιτς
!
       Ο
Νικολάε έτρεξε στο σπίτι. Φοβόταν για την κόρη του και την Ελίζα. Όμως είχαν ήδη ακούσει τα νέα και ετοίμαζαν τις αποσκευές
- Έρχονται οι ρώσσοι! Είναι μερικά χιλιόμετρα μακριά! Ήδη φαίνονται! ακούγονταν απελπισμένες κραυγές απ’έξω.
- Αλλά πού να πάμε; ρώτησε φοβισμένα η Γερτρούδη
.
- Ελάτε σε μένα, στην Τιμισοάρα! Είναι μια κοσμοπολίτικη πόλη, όπως το Τσέρνοβιτς! Μια αρμονική ανάμειξη διαφορετικών εθνικοτήτων, θρησκειών ... Οι άνθρωποι είναι εξίσου καλοί, κοινωνικοί και ανεκτικοί ο ένας με τον άλλον! Το χωριό μου είναι λίγα χιλιόμετρα μακριά. Και οι συγγενείς μου είναι φιλόξενοι
.
         
Οι αποσκευές ήταν σχεδόν έτοιμες. Αλλά υπήρχαν πολλά αντικείμενα, κειμήλια, που αντιπροσώπευαν το παρελθόν τους ... που έπρεπε να εγκαταλείψουν, που έπρεπε να αφήσουν πίσω ...
- Ελάτε γρήγορα! Τα πράγματα δεν έχουν πλέον καμία αξία! Η ζωή είναι η πιο σημαντική! είπε ο Νικολάε, ειδικά μέτα που αυτό που πέρασε  με πριν από λίγες ώρες.
          Η
Ελίζα είχε πολλα πράγματα που ήταν σθνδεδεμένα με διαφορετικές αναμνήσεις. Ήταν δύσκολο να διαλέξει. Τώρα, όμως, ήταν τόσο φοβισμένη που πήρε ότι βρήκε προστά της και που ήταν απολύτως απαραίτητο
.
......................................................................................................................................
            
Το πρωί έφτασαν στη Τιμισοάρα. Η πόλη ήταν πολύ καθαρή, με πολλούς χώρους πρασίνου. Πήγαν πρώτα στον αδελφό του Νικολάε, Θεόδωρο, ο οποίος ζούσε στην Τιμισοάρα. Αλλά δεν θα μπορούσαν να μείνουν εδώ. Με τον Νικολάε δεν ήρθε μόνο η Ελίζα και κόρη τους. Ήταν η Γερτρούδη, η μητέρα της, η Χέλγκα και ο σύζυγός της. Έφυγαν προς το χωριό
.
           
Στο χωριό υπήρχε μεγάλη ταραχή
.
- Έρχεται ο Νίκου ο κουβάς με τις γερμανίδες του! έλεγαν οι χωρικοί μεταξύ τους.
            Και βγήκαν στο δρόμο να δουν τις κυρίες. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί ρούχα τόσα κομψά και ευρωπαϊκά και τόσο όμορφα σκαλιστά έπιπλα. Οι συγγενείς του με οικονομικη ευχέρεια είχαν  βάλει κατα νουν, να αποκτήσουν στο μέλλον τέτοια έπιπλα. Και στο μέλλον, μέσω της απέλασης τους στο Μπαραγκάν διευκόλυνε ακόμη πιο πολύ την επιθυμία τους να αποκτήσουν  τα επιθυμητά έπιπλα
.
          
Ήταν δύσκολο για έναν άνθρωπο που έζησε όλη του τη ζωή στην πόλη, ξαφνικά να ζει στη επαρχία.. Αλλά η Ελίζα ήταν ένας μαχητής. Για την κόρη της θα έκανε κάθε θυσία
!
          
Σύντομα, ο Νικολάε  βρήκε δουλεία σαν δάσκαλος της φιλοσοφίας στην Τιμισοάρα. Αλλά δεν έμεινε πολύ καιρό ήσυχος. Ειχε δοθεί διάταγμα απέλασης στο Μπαραγκάν στους πρόσφυγες και γαιοκτήμονες έτσι έπρεπε να αφήσει την Τιμισοάρα.
                                              
                                                                       Επίλογος 

           Μετά την αποχώρηση απο το Τσέρνοβιτς, η Ελίζα, από την φύση της αισιόδοθη, όπως όλοι οι πρώην κάτοικοι του Τσέρνοβιτς προσπάθησε όλη της την ζωή  να ξαναβρεί την γοητεία των ανθρώπων και τόπων που είχαν χαθεί. Αλλά δεν τα κατάφερε. Η Ελίζα και ο Νικολάε  ήταν μαζί μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Νικολάε ξεπέρασε όλα τα προβλήματα γράφωντας. Η συγγραφή τον δυνάμωσε και τον βοήθησε να αντέξει την κομμουνιστική εποχή, παρόλο που ο ίδιος δεν μπορούσε να δημοσιεύσει τα δοκίμια του, λόγω του καθεστώτος.
            Τα τελευταία χρόνια είχα εργαστεί  ως βιβλιοθηκάριος - «άνθρωπος του βιβλίου», σαν τον Λουτσϊάν Μπλάγκα, όπως έλεγε. Έγραφε καθημερινά και αυτό διατηρούσε το μυαλό και την καρδιά του πάντα νέα μέχρι το τέλος της ζωής του.
             Η Ελίζα,
αν και πολύ νεότερη του, τον ακολούθησε σύντομα. Μετά από τόσα χρόνια που πέρασε με τον σύζυγό της, αν και ζούσε με την κόρη και τις εγγονές της, δεν άντεξε πολύ. Την σημάδεψε και ο θάνατος του νεότερου αδελφού της, Αντόν, με τον οποίος ήταν πιο συνδεδεμένη, επειδή ήταν καλόκαρδος σε σύγκριση με τον Άλγουιν, που ήταν πολύ εγωιστής.
          Με τα ξαδέλφια Πέτρου και Τζοβάννη δεν κράτησαν επαφή.Η Ασφάλεια του καθεστώτως απαγόρευε κάθε επιστολή α΄πο και προς στο εξωτερικό. Αλλά στην τελευταία επιστολή της ανακοίνωσαν ότι είχαν εκπληρώσει το όνειρό τους είχε ο κάθενας το  αγρόκτημα του. Δούλευαν όμως πάρα πολύ και δεν κατάφεραν να παντρευτούν και να κάνουν απογόνους
.
          Ο θείος ο δ
ικηγόρος στη Βιέννη, ο μόνος συγγενής από την Αυστρία που ήταν ακόμα ζωντανός, τον είχε επισκεφτεί η Άννι πολλες φορες, η κόρη του Άλγουιν, η οποία έγινε δάσκαλος γερμανικών και εργαζόταν ως μεταφράστρια, πράγμα που διευκόλυνε τα ταξίδια στην Αυστρία. Ούτε αυτός δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε είχε παιδιά
.
        
Τα υπόλοιπα ξαδέλφια έμειναν στο
Τσέρνοβιτς (που είναι τώρα στη Μολδαβία), οι οποίοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τους κήπους τους, ξαναβρέθηκαν μόνο μια φορά μετά από τριανταπέντε χρόνια, όταν επισκέφτηκαν την Ρουμανία μαζι με τις συζύγους τους.
 

DR. CORNELIA PĂUN HEINZEL


"ΣΟΚ"

Ένα παρατεταμένο σφύριγμα, σπαρακτικό, όπωςένας απελπισμένοςθρήνοςεισχωρεί  βαθιά στις ψυχές όσων είναιστην κεντρική λεωφόροτου Βουκουρεστίου. Κάθεμέρος του κορμιού συσπάζετε. Κρύος ιδρώτας κυλάει σεκάθε σπιθαμήτηςσπονδυλικής στήλης. Ανήσουν ευτυχισμένος, ήρεμος, ονειροπόλος, τα πάνταγκρεμίστηκανσε μια στιγμή...Αλλά είναισυνηθήςγια τους κατοίκουςπου ζουνκοντά στιςκύριες αρτηρίεςτης πόλης. Γιαπερίπου δεκαπέντε λεπτάσε περιβάλλει μιατέτοιαέκρηξη . Έναπυροσβεστικό όχημα, έναασθενοφόροήένα αυτοκίνητο της αστυνομίας...η ένταση του ήχουγρατζουνίζει κάθε σπιθαμήτου ανθρώπινου σώματος. Ίσωςο απίστευτος συνδυασμόςτων επώδυνωνλεπτων ήχων που σε διεισδύουν ήτα ανατραχιαστικά βογγητά,  να προαναγγέλλουνκάτικακό; Οι ήχοιείναι πιοέντονοι στο σκοτάδι τηςνύχτας. Το βράδυσπάνια περνάει κανένα αυτοκίνητο. Αλλά σίγουρακάποιααυτοκίνητα με ανατριχιαστικάσφυρίγματαθασας βγάλουν από τογλυκόβασίλειοτων ονείρων, για να σαςοδηγήσουν σεπραγματικούςεφιάλτες.

Η κλήση από το κινητό τηλέφωνο  φαινόταν πολύ αρμονική, αν και αυτό ήταν η αρχή για ένα τρομακτικό γεγονός απίστευτα αληθινό.

- Κάρμεν, εσύ είσαι; Με ρώτησε το πρόσωπο που οδηγούσε.

-Ναι! Απάντησα αμέσως.

- Είμαι ηΙζαμπέλα! Βρήκα ένα σπίτι για να  αγοράσω! Στην πραγματικότητα, ένα διαμέρισμα σε ένα σπίτι! είπε η γυναίκα.

- Υπάρχει κάποια απάτη; ρώτησα δύσπιστα. Μεγάλο θαύμα αν είναι όλα εντάξει! Ο συμβολαιογράφος μου είπε πως δεν έχει δει σωστή πώληση τα τελευταία χρόνια! Οι φτωχότεροι απατεώνες θέλουν μόνο προκαταβολή, αλλά να συνεχίσουν να μενουν  στο σπίτι. Το λέω χωρίς ντροπή ότι δεν έχουν πουθενά να πάνε, ότι δεν πρόκειται να σας πουλήσουν τίποτα. Οι μεγάλοι απατεώνες ακινήτων, σου πέρνουν τα λεφτά για ολόκληρο το σπίτι και δεν σας δίνουν τίποτα. Και δεν σας αφήνουν καμιά δυνατότηταγια να τα διεκδικήσεις πίσω.

- Ελπίζω να είνα καλά! Εσύ, πού είσαι; ρώτησε η Ιζαμπέλα.

- Στην Πανεπιστημίου! απάντησα. Μόλις τώρα τέλείωσα

- Πάρε το 16 και θα σου πώ που να κατεβείς! Ο σύζυγός μου έχει πολλά μαθήματα αυτό το εξάμηνο και δεν μπορεί να έρθει τώρα. Θέλω να δω το σπίτι σήμερα. Ελά μαζί μου!

- Εντάξει! Δέχομαι χωρίς συζήτηση.

Και δεν το μετάνιώσα καθόλου. Η διαδρομή του τραμ είναι ένας χώρος, που παραδόξως διαπλέκονται  ιστορίες των δύο τελευταίων αιώνων, απολιθωμένες σε ένα μυστηριώδη,χαοτικό κολάζ.

Η βόλτα με το τραμ 16 είναι ένα ταξίδι με βάρκα στον Αρχαίων με ένα θλιβερό οδηγό. Η διαδρομή σουπροσφέρει  μοναδικές εμπειρίες.

Μόλις περάσουν εκατό μέτραι μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο, μια διαχρονική Κοιλάδα των Δακρύων. Ένα γκρι βασίλειο σαν καμβάς βαμμένος σε αποχρώσεις του γκρι, η δημιουργία ενός καταθλιπτικού καλλιτέχνη. Από το πεζοδρόμιο, ντυμένο με σκούρες αποχρώσεις γκρι-μπλε του ουρανού ... Εμφανίζονται κτίρια που κατασκευάστηκαν στις αρχές του αιώνα, εγκαταλελειμμένα χωρίς τζάμια ή παράθυρα, ξεφλουδισμένους  τοίχους, στους  οποίους αποκαλύπτεται χωρίς ντροπή το κόκκινο τούβλο που πέρασε μέσα από τα βάθη των αιώνων,  απομεινάρια των τοίχων. Καταστράφηκαν ... όπως μετά από κάθε κατακλυσμό ή οποιαδήποτε ένοπλη επίθεση! Εμφανίζονται εικόνες από την  Βηρυτό κατά τη διάρκεια του πολέμου! Ανάμεσά τους μερικά νέα γιγάντεακτίρια αποκαθαρό βαθύ μπλεγυαλί, ασημένιο μέταλλο, που στεγάζει δύο τράπεζες και την έδρα μιας εταιρείας! Εμφανίζεται ακόμη και ο ανατριχιαστικός σκελετόςενός νέου κτιρίου. Αλλά η αίσθηση είναι παρόμοια με την εικόνα ενός ανθρώπινου σκελετού. Και από τόπο σε τόπο, τη γη κατάφυτη με ψηλά αγριόχορτα, νηματοειδείς ... Μεταξύ αυτών, παρουσιάζεται ήπια, κανένα ανοδικό σπειροειδές,με φύλλα κομμένα σε ενδιαφέροντα σχήματα, τα οποία αραιώνουν προς την κορυφή του φυτού,καταλήγοντας σε κύκλο. Πρόκειται για μια επιστροφή στις αρχές τους και την ίδια στιγμή σε μια νέα αρχή, στη μαγεία των λουλουδιών. Γιατι κάθε λουλούδι που μελετάς προσεκτικά σου φανερώνει το θαύμα του.. Ακόμη και αν είναι απλά ένα ζιζάνιο ...

Παρατηρώ  ότι το τραμ μου δίνει μια ευκαιρία, που δεν θα είχα σαν πεζός, μέσω αυτής της διαδρομής. Ως αιώνιος αναζητητής της ομορφιάς, μπορώ να θαυμάζω μεταξύ των σωρών από συντρίμμια, ευαίσθητεςδαντελωτές λεπτομέρειες, πάνω από τις ελλειπτικές αψίδες. Αφήνομαι μαγεμένη  από το μυστήριο των  ψυχρών κατάλευκων μαρμάρινων αγαλμάτων, που δεσπόζουνπάνω στους εύθραυστους τοίχους των κτιρίων, ξεχωρίζοντας από το υπόλοιπο τοπίο. Ως πεζός, νομίζω όμως, ότι δεν θα θαύμαζα  ήσυχατο πέτρινο σπαθί του γενναίου Ρωμαίου στρατιώτη, έτοιμου για μάχη που φρουρεί πάνω από την είσοδο του κτιρίου μπροστά μου, κρεμασμένοςστον τείχο σαν από θαύμα, έτοιμος να πετάξει από πάνω μου ανα πάσα στιγμή.Ανατριχιάζω βλέποντας το κεφάλι της αθάνατης Αφροδίτης, κρεμασμένο στην αψίδα του μπαλκόνιου, έτοιμη να με μεταφέρει ως κοινός θνητός, σε άλλαβασίλεια, στο μυστηριώδες βασίλειο των γκρι σκιών ... Πιο παράξενο από ό, τι την διαδρομή που ακολουθώ;

Σαν να βρίσκομαι σε μια κάψουλα του χρόνου, που με μετάφερε στο Βουκουρέστι αρχές του αιώνα, ωστόσο, έχωντας επίγνωση του παρώντος. Νομίζω ότι, για τους λάτρεις των δυνατών συγκινήσεων στη Δύση θα ήταν κάτι νέο. Αλλά εμείς που ζούμε μόνιμααυτά τα πράγματα, ένα πείραμα σαν αυτό είναι τόσο συνηθισμένο,ασήμαντο.

Ένα μικρό πάρκο αποκαλύπτεται και στη μέση του μια κοκκινωπή πορτοκαλί φλόγα, που φρουρείται από παράξενες μορφές: ο JeanValjean της εποχής μας, μερικά από αυτά τα μέρη και τους άθλιους χαρακτήρες, τραχύς, με τα πρόσωπα που χαρακτηρίζούντε  από ένα διαβολικό μίσος, βγαλμένοι απο τα μυθιστορήματα του Ντίκενς ... με τους οποίους ποτέ δεν θα ήθελες να συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο.

Πολύ λίγα σπίτια είναι ανακαινισμένα. Εκείνα που στεγάζουν κανένα κόμμα, κανένα σύνδεσμο... κτίριαπου τα ανάλαβαν διάφορες επιχειρήσειςείναι τα πιο συγκλονιστικά, εντελώς ανάρμοσταμέσα από ένα μείγμα της σύγχρονης και αρχαίας αρχιτεκτονικής.

Τα μάτια μου ταξιδεύουν ενθουσιασμένα στην συναρπαστική αρχιτεκτονική του κτιρίου μπροστά. Προσπαθώ να απολαύσω την κάθε λεπτομέρεια ... Τα μάτια μου παρακολουθούν ανυπόμονα αυτήν την ανυπαρξία του παραδείσου, των ήπιων διασταυρώσεων με τα ελλειπτικά τόξα, με τα υπέροχα παραβολικάμονοπάτια, με τις υπερβολικές λεπτές κολόνες που κυριαρχούν και τις  κατά τόπους  τέλειες σφαίρες. Hίριδα μου μεταμορφώνεται σε προσωρινο σύστημα αναφοράς, στην οποία μπορεί να υπολογίσει κάθε ακτίνα ή μήκος του τόξου, σε οποιαδήποτε επιφάνεια.Η κάθε στιγμή είναι η προέλευση της χρονικής αναφοράς, όταν γυρίζεις την κλεψύδρα και η λεπτή  κλωστήαπό την χρυσή άμμο ξεκίνα  δειλά να γλιστράει. Σε αυτόν τον κόσμο του άπειρου, αλλά δεν κρατάει πάρα πολύ ... σε ξυπνάει απότομα στην πραγματικότητα η κρυστάλλινη πινακίδα τοποθετημένη στον μπροστινό τοίχο "κοινωνικό κατάστημα». Στα αριστερά,βασιλεύει ένα μικρό κάστρο σε αναιξιάτικο πράσινο, ΄πόσο σε ενθουσιάζει.Η ματιά παρακολουθεί ξανά εξαπατημένη, κάθε λεπτομέρεια, κάθε στρογγυλοποίηση των υπέροχων μαρμάρινων κιονόκρανων.Το αίσθημα της μαγείας εξασθενεί γρήγορα.Η ματιά πέφτει σε μιαάκαμπτηπανοπλία, στερεωμένη στην πρόσοψη του κτιρίου, προς τα δεξιά, δύο μέτρα από το έδαφος: "Κατάστημα - ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΑ"!

Στη συνέχεια, κοιτάζεις έκπληκτος τους  ταξιδιώτες του τραμ που είναι τέλεια συγχρονισμένοι με το γκρι εξωτερίκο βασίλείο. Με τα ρούχα τους, τις σκέψεις τους ... Όλοι κοιτούν στο κενό. Όλοι επιπλέουν στο απέραντο ωκεανό των προσωπικών τους σκέψεων, τα καθημερινά προβλήματα, σαν όλα γύρω τους να είναι κάτι το συνηθισμένο. Τι βρίσκεται έξω δεν τουςενδιαφέρει πλέον ...

Μεταξύ των  κατεδαφισμένων τείχων, στην αρχή ενός δρόμου σαν ένα παραβολικό παραμορφωμένο τόξο, άθλιες φιγούρες, κουρελιασμένες, με σκοτινά πρόσωπα.

Σκέφτεσαι χωρίς να θέλεις στον Δάντη, ταξιδεύοντας στους κύκλους της κόλασης. Μια κόλαση  που ωστόσο ακόμη να βρεις.. Μια επίγειος κόλαση ...

Ένα παιχνιδιάρικο κοριτσάκι τραβάει πίσω της ένα θυμωμένο σκυλί, σαν τον Κέρβερο. Το γαύγισμα του τράβησε την προσοχή σε ένα κοπάδι από σκυλιά που ήταν εκεί κοντα. Τα σκυλιά περιβάλλουν το μικρό κορίτσι και κάνουν ένα άλμα προς αυτή, δείχνοντας τα λαμπερά τους δόντια. Την καλύπρουν με τα πόδια τους. Και τότε, στην γωνιά, ένας άνδρας τους ρίχνει ένα κλαδί. Φωνάζει προς τους σκύλους και αυτοί το βάζουν στα πόδια...

Μπροστά κυριαρχεί με ευσέβεια μια εκκλησία. Ο ίδιος παράξενος συνδιασμός μεταξύ των νέων τρούλων,πρόσφατα ανακαινισμένων, τα φρεσκοβαμμένα τοιχώματα της πλευρικήςεισόδου και οι παλιοί τοίχοι προς τη λεωφόρο, χαότικα αποφλοιωμένοι, βίαια τρυπημένοι απο σύγχρονεςσωλήνες για τον λέβητα, που έχει εγκατασταθεί πρόσφατα, στον οποίο υπάρχει ένα κεφαλάρι, που γράφει «ιστορικό διατηρητέο μνημείο».

Η σκέψη μου τρέχει νοσταλγικά στους φτωχούς ηλικιομένους, που ζουν στα παλιά σπίτια, που είναι ακόμη γερά, και πιθανώς να βρίσκονται πολύτιμα και ανεκτίμητα αντικείμενα τέχνης, όπως και αρχιτεκτονικά στοιχεία που διακοσμούν το εξωτερικό, τον  φόβο που ζουν αυοί οι  άνθρωποι κάθε μέρα, ανίσχυροι στους κινδύνους. Η ομάδα του Jean Valjean από το πάρκο φαινόταν έτοιμοι για γενναία πράγματα.Ετοιμάζουν σχέδια μεγάλης κλίμακας ...

Φτάσαμε στην περιαχή του σπιτιού προς πώληση μισή ώρα νωρίτερα. Σκεφτήκαμε να αναζητήσουμε το σπίτι με τις ενδείξεις που μας είχε δώσει ο κτηματομεσίτη: η ηλικία του κτιρίου, το είδος κατασκευής, η όψη. Υποθέτοντας ότι οι πληροφορίες που μας έδωσαν  ανταποκρίνοταν στην πραγματικότητα ...

Δύο τεράστια σπίτια ταίριαζαν με την περιγραφή.Τα μελετήσαμε από απόσταση επείδη στο ένα από αυτά, ένα άτομο απο το παράθυρο της σοφίτας μας παρακολουθούσε πίσω από μιαδαντελωτή κουρτίνα, χοντρή και κιτρινισμένη από το χρόνο. Δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε την φιγούρα. Υποψιαστήκαμε ότι είναι ένα ηλικιωμένο άτομο.

Η Ισαβέλλαήταν σκεφτική. Οι σκέψεις της πετούσαν άθελα τους στην προηγούμενη ημέρα. Πόσο επιθυμούσε να ήταν πραγματικό! Να μπορούσε να αγοράσει το διαμέρισμα. Ονειροπόλείσε για το τι είχε συμβεί.

............................................................................................................................................

Ο Παύλος την περίμενε στην πόρτα του νοσοκομείου. Είδε την Ισαβέλλα να βγαίνει βιαστικά  και την χαιρέτησε με μια φωνή φεμάτη ενθουσιασμό:

- Επιτρέψτε μου να σου δώσω μια τρομερή είσηση! Βρήκασπίτι για να αγοράσουμε!

    Η Ισαβέλλαδεν είπε τίποτα και τον κοίταξε χωρίς να αντιδρά.

- Ισαβέλλα, μ 'ακούς; Βρήκα σπίτι! επανάλαβε οΠαύλος.

  Σαν να μόλις ξύπνησε,η Ισαβέλλα  τελικά απάντησε:

- Σπίτι; Έχεις  βρει  σπίτι για να αγοράσουμε; Μας το επιτρέπουν τα οικονομικά μας; ρώτησε.

- Ναι! Έχει μια καλή τιμή! είπε ο Παύλος χαρωπά.

- Και πού να βρίσκεται; ρώτησε δύσπιστα η Ισαβέλλα.

- Εδώ, λίγα τετράγωνα μακριά. Μίλησα με τον κτηματομεσίτη και είπε ότι τη Δευτέρα μπορούμε να πάμε να δούμε. Ξέρω μόνο το όνομα της οδού.

- Ας το δούμε τώρα! είπε η Ισαβέλλα ανυπόμονα. Σίγουρα θα καταλάβουμε ποιο είναι

- Εντάξει! Συμφώνησε ο Παύλος. Πάμε τώρα, αν θέλεις.!

      Περπάτησαν λίγα τετράγωνα, διέσχισε τη λεωφόρο και μπήκαν σ΄ ένα δρομάκι.

- Εδώ είναι ένα παλιό σπίτι! Αυτό να είναι άραγε; Αλλά δεν είναι πολύ μεγάλο; Στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο δε ζει κανείςί. Κοιτάξε στη σοφίτα, μια ηλικιωμένη γυναίκα μας παρακολουθεί; είπε ο Παύλος. Και οι δύο κοιτάξαμε περίεργα στο παράθυρο, μελετώντας παράλληλα, προσεκτικά το κτίριο. Στο ισόγειο, πρόσφατα είχαν τοποθετηθεί PVC παράθυρα σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο κτίριο. Το ισόγειο ήταν προσφάτως βαμμένο αλλά στα άλλα πατώματα ο σοβάς ήταν ξεφλουδισμένος, σε προχωρημένο στάδιο φθοράς. Αν κοίταζες την σοφίτα δεν χρειαζόταν  μεγάλη φαντασία για να καταλάβεις ότι  οποιαδήποτε κίνηση από μικρή απόσταση θα την γκρέμιζε.  Απλά σε φόβιζε! Είχες την αίσθηση ότι την επόμενη στιγμή που θα έπεφτε  στο κεφάλι σου! Η γρία έφυγε φοβισμένη από το παράθυρο.                                                                        

 - Ας δούμε άλλα σπίτια. Ίσως μαντέψουμε το δικό μας! είπε η Ισαβέλλα.  Δεν πιστεύω να είναι ακριβώς αυτό.                                                                                                 Αφού διέσχισαν το δρόμο, το παλιό σπίτι ήταν το πιο κοντινό στην περιγραφή της παρουσίασης που τους έδωσε ο μεσίτης..

- Θα μάθουμε την Δευτέρα, είπε ο Παύλος. Να έχουμε λίγη υπομονή!

- Εντάξει, συμφώνησε και η Ισαβέλλα.

............................................................................................................................................

Ο κτηματομεσίτης όμως μας καλέσετε και εμφανίστηκε αμέσως με το αυτοκίνητό του στον τόπο συνάντησης. Πήγαμε μαζί προς το σπίτι. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, μα περίμενε μια γυναίκα πάνω από πενήντα χρονών,παχουλή, με επιδερμίδα σε χρώμα ελιάς και μακριά μαλλιά, βαμμένα μαύρα- μπλε. Την συνόδευε ένας παχουλός νεαρός, με χαρακτηριστικά που σαφώς έδειχναν μια νοητική καθυστέρηση.
Η γυναίκα συστήθηκε περήφανα ως οδοντίατρος σ’ ένα χωριό  γύρω από το Βουκουρέστι, όπου είπε ότι ζει με το γιο της. Έτσι εξαφανίστηκαν οι οποιές αμφιβολίες  προέκυπταν  τουλάχιστον στις σκέψεις μας, σε σχέση με τιο σκούρο χρώμα του προσώπου της.

- Έχουμε ένα σπίτι υπό κατασκευή! είπε η γυναίκα. Και αυτός είναι ο γιος μου. Και αύτος τελείωσε ιατρική, σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο, είπε η ομιλητική κυρία. Όταν ήταν  φοιτητής, αγόρασα αυτό το διαμέρισμα στο σπίτι, το οποίο τώρα θέλω να το πουλήσω.

    Μπήκαν στην αυλή. Το εξωτερικό της οικοδόμησης φαινόταν αρκετά καλό αν υπολογίσεις τη διέλευση του μέσα από τα βάθη των καιρών.
- Θα ήταν καλύτερα αν βρισκόταν στο δρόμο! αναφώνησε η Ισαβέλλα.
    Στην αυλή, κομμάτια από το σπασμένο πεζοδρόμιο και σκουπίδια μέσα σ’ένα υπερχυλισμένο σκουπιδοτενεκέ.

Ανεβήκαμε όλοι με σειρά μέχρι τον πρώτο όροφο του σπιτιού, μέσα σε μια μικρή σπειροείδη σκάλα. Μια πόρτα από PVC, πρόσφατα τοποθετημένη  εμφανίστηκε μπροστά μας. Ο κτηματομεσίτης την άνοιξε.

Το διαμέρισμα ήταν σχετικά μικρό σε σύγκριση με τους χύρους στους οποίους είχα συνηθίσει και είχα ζήσει μέχρι τώρα.  Αλλά ήταν στο πατρικό μου σπίτι. Το παλιό εσωτερικό ήταν γεμισμένο με παράθυρα PVC, νέα πλακάκια, σύγχρονα υδραυλικά συστήματα. Αλλά η τιμή ήταν αποδεκτή.
- Το διαμέρισμα το ήθελε η γειτονίσσα από πάνω. Αλλά δεν θέλουμε να το πουλήσουμε σ’ αυτήν.  Να μην μιλάτε μ΄αυτήν!  Είναι λίγο τρελή,  μας είπε η σκοθρόχρωμη κυρία.
- Και με τον συμβολαιογράφο, τι κάνουμε; ρώτησε η Ισαβέλλα.

- Μπορείτε να επιλέξετε εσείς.  Εμείς έχουμε όμως, τους συμβολαιογράφοι μας. Και δικηγόρους και διασυνδέσεις ... Μπορούμε να κάνουμε όλη την τη γραφειοκρατία κοντά τους.. Αν θέλετε, φυσικά!

 - Όχι, όχι! Καλύτερα να διάλέξουμε εμείς τους συμβολαιογράφου! είπε η Ισαβέλλα, πιστεύοντας  ότι έτσι θα είναι πιο σίγουρη η συναλλαγής που θα έκαναν. Πολλοί γνωστοί της εξιστόρησαν πόσα προβλήματα είχαν με τους συμβολαιογράφους. Ακόμα και φίλη της, συμβολαιογράφος της είχε πει διάφορες καταστάσεις με άλλους συμβολαιογράφους, που έκαναν ψευδείς πράξεις.
          Φεύγοντας, η κα Ροδοκόκκινη τους πρόσφερε απλόχερα από ένα CD  με παραδοσιακή μουσική.

- Αυτό το CD είναι με τις ηχογραφήσεις μου. Είμαι πολύ παθιασμένη με τη παραδοσιακή μουσική. Τραγούδησα και σε ένα τηλεοπτικό σταθμό, είπε πρόσχαρη η γυναίκα .

............................................................................................................................................

Μετά από τρεις ημέρες, η Ισαβέλλα μου τηλεφώνησε πάλι:
 - Γεια σου! Αύριο θα αγοράσω το σπίτι! Έχω ήδη καταβάλει την προκαταβολή! Και υπόγραψα το προκαταρτικό συμβόλαιο, είπε βιαστικά.

 - Είναι όλα εντάξει; την ρώτησα. Η πιθανότητα να είναι απατεώνες είναι πραγματικά μεγάλη!

 - Ναι, είδα και εγώ  στην τηλεόραση κάποιες περιπτώσεις απάτης.
      - Πήρες τις προφιλάξεις σου με τον συμβολαιογράφο; ρώτησα.

 - Εμείς βρήκαμε την  κα συμβολαιογράφου, απάντησε.

- Ένας συμμαθητής μου απο το κολέγιο, μου είπε πως αυτός και ένας φίλος έκαναν μια εταιρεία ακινήτων, μετά την επανάσταση και δέκτηκαν όλους όσους προτάθηκαν σ’ αυτούς.  Οι άνθρωποι είχαν  εμπιστοσύνη και τους έδωσαν όλα τα  έγγραφα για να πουλήσουν τις περιουσίες τους. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό τους ότι θα μπορούσε να είναι απατεώνες! Μόνο στις ταινίες είχαν δει τέτοιες περιπτώσεις ! είπα στην  Ισαβέλλα.

- Και τώρα, υποθέτω, ο συμμαθητής σου είναι πολύ πλούσιος, είπε η Ισαβέλλα.
- Θεός φυλάξοι! Ο φίλος του έφυγε με όλα τα χρήματα που κέρδίσαν, και ο συμμαθητής μου  έμεινε με χρέη για να ξεπληρώσει, της εξήγησα αμέσως.

............................................................................................................................................

Ο Παύλος και η Ισαβέλλα επέστρεψαν  για να επισκεφθούν το σπίτι.  Την επόμενη ημέρα έπρεπε να υπογρλαψουν τα έγγραφα πώλησης.
- Ισαβέλλα, πρέπει να μιλήσουμε με τους γείτονες για να δούμε ποια είναι η κατάσταση. Με την μόνη γειτόνισσα που είδαμε δεν μπορούμε να συζητήσουμε. Οι ιδιοκτήτες μας συμβούλεψε να μην της μιλήσουμει. Ας δούμε τι γίνεται με τους άλλους. Όσες φορές περάσαμε απ’ εδώ , δεν είδα κανέναν, εκτός από τη παράξενη γείτονισσα  από πάνω. Δεν είναι λίγο περίεργο; είπε ο Παύλος.

Μπήκαν από την μπροστινή πόρτα, από τον δρόμο. Ανέβηκαν τις σκάλες στον πρώτο όροφο και μια μεταλλική πόρτα που είχε πρόσφατα εγκατασταθεί, εμφανίστηκε μπροστά τους. Μια πόρτα όμοια με αυτήν από το διαμέρισμα που τους παρουσίασε ο κτηματομεσίτης. Υπήρχαν κομμάτια άπο το μπλε νάιλον  μεταφοράς στην επιφάνεια της πόρτας, όπως και στην πόρτα του διαμερίσματος τους. Χτύπησαν  την πόρτα αλλά κανείς δεν απάντησε. Στον πρώτο όροφο, λήθαργος! Μια πανομοιότυπη πόρτα. Χτύπησαν την πόρτα. Πάλι, χωρίς αποτελέσμα. Ο Παύλος και η Ισαβέλλα  ήταν τόσο σοκαρισμένοι που δεν αρθρώσαν ούτε μια λέξη. Ούτε τις απόψεις τους δεν αντάλλαξαν  όπως έκαναν συνήθως. Ίσως επειδή ήθελαν τόσο πολύ ένα δικό τους σπίτι ... Και μέχρι στιγμής είχαν βρεί μόνο απατεώνες. Η μητέρα του Παύλου προσπάθησε όταν ήταν ακόμη φοιτητής, να αγοράσει ένα στούντιο στο Βουκουρέστι. Και δεν τα κατάφερε. Είχε βρει είτε άτομα είτε γραφεία που ήθελαν μόνο να την ξεγελάσουν. «Αναρωτιέμαι πώς μερικοί εξακολουθούν να καταφέρνουν να αγοράσουνπραγματικά ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα; αναρωτιόταν πάντα ο Παύλος. "Μάλλον πρέπει να αγοράσουμε  από γνωστούς ή να έχοις σοβαρές γνώσεις για τα μεσιτικά γραφεία», σκέφτηκε. Μερικοί έχουν καταφέρει να κάνουν πραγματικέςσυναλλαγές. Αλλά πόσοι είναι αυτοί που έπεσαν θύματα! Ένα μεγαλύτερος σε ηλικία συνάδελφος  από το πανεπιστήμιο του είπε ότι μια πρώην συμμαθήτρια, παντρεμένη με έναν υπάλληλο μιας τηλεόρασης εξαπατήθηκαν και δεν μπόρεσαν να λύσουν τίποτα. Ακόμα και η γειτόνισσα τους, διευθύντρια σ’ ένα λύκειο είχε πέσει θύμα απάτης. Αγόρασε ένα διαμέρισμα σε ένα συγκρότημα κατοικιών και πλήρωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Όταν είδε ότι δεν είχε  καμία πιθανότητα να βρει άλλη λύση, ήθελε να προσφύγει στο δικαστήριο. Αλλά και  αυτή η  προσέγγιση ήταν άσκοπη, διότι το συμβόλαιο ήταν τόσο καλά εδραιωμένο από τους δικηγόρους της εταιρεία πώλησης, που με βάση αυτού δεν ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν τίποτα, άσχετα αν είχαν πάρει τα λεφτά για το διαμέρισμα.

Ο Παύλος και η Ισαβέλλα είχαν βγάλει από το μυαλό τους ότι θα είναι ποτέ σε θέση να αγοράσουν το δικό τους διαμέρισμα. Και ιδού, τώρα όμως, φαίνεται ότι υπήρχαν οι συνθήκες για μια επιτυχημένη συναλλαγή. Ο Παύλος κοίταξε πάλι τις μικρές αγγελίες, αναγκάσμένος  από την κατάσταση στο κοιτώνα όπου ζούσαν και στον οποίο ξεκίνησε πλήρη ανακαίνιση.  Οι βοηθοί και νεαροί καθηγητές  απο την επαρχία, κατοικούσαν  μαζί με τους μαθητές. Ήταν ευχαριστημένοι, επειδή πληρώναν λιγότερο νοίκι από το συνηθισμένο και επιπλέον εξακολουθούσαν να αισθάνονται φοιτητές. Τώρα, όμως, έπρεπε να βρουν επειγόντως κάπου για να μετακομίσουν. Με την οικονομική κρίση όλοι οι μαθητικοί και φοιτητικοί κοιτώνες είχαν πάρει τεράστια κονδύλια για ανακαίνιση. Και φυσικά ήταν όλα κλειστά. "Έτσι, η ευκαιρία αυτή," σκέφτηκε ο Παύλος, εμφανίζοταν στο σωστό χρόνο. Η Ισαβέλλα και ο Παύλος κατέβηκαν  και στη συνέχεια περπάτησαν προς το δεύτερο κτίριο, στο οποίο βρισκόταν το διαμέρισμά τους.

- Ας προσπαθήσουμε στα γειτονικά κτίρια, είπε ο Παύλος. Πήγαν και δύο έξω στο δρόμο και είδαν το σχολείο στο παρακείμενο κτίριο.

 - Να δοκιμάσουμε εδώ; ρώτησε ο Παύλος. Και κατευθύνθηκαν προς την είσοδο. Στην πόρτα ήταν δύο γυναίκες, μέσης ηλικίας.
- Αν δεν σας πειράζει, ξέρετε  την κατάσταση με το γειτονικό ακίνητο ρώτησε ευγενικά η Ισαβέλλα. Σύντομα θα αγοράσουμε ένα διαμέρισμα στο πίσω μέρος. Πλήρωσα και προκαταβολή, είπε χαρωπά, μή μπορώντας να κρύψει τη χαρά της.

 - Δουλεύω πόλλα χρόνια στο σχολείο – είπε μια από τις κοπέλες. Ειχαν ασκηθεί προσφυγές για το κτίριο και κέρδισε ένα γέρος στο δικαστήριο, που προφανώς ήταν ο ιδιοκτήτη πριν. Η ενοικιάστρια ειχε κάνει και αυτή προσφυγή στο δικαστήριο, αλλά γνωρίζουμε ότι έχασε. Ο γέρος είχε δύο κόρες. Η πρώτη πήρε το μπροστινό μέρος. Η άλλη δεν ξέρω τι έκανε.. Αυτό που ξέρω είναι ότι κάτι πάει λάθος, γιατί ενώ ο γέρος ζει, αυτές τον δήλωσαν νεκρό,  για να γυριστούν όλα σστο όνομα τους. Στην πραγματικότητα, σ’ ένα διαμέρισμα στο στο πίσω μέρος, υπάρχει επικαρπία. Ο γέρος νοσηλεύεται σε έναν οίκο ευγηρίας κοντά στο Βουκουρέστι.

Ο Παύλος και η Ισαβέλλαl αμέσως σκέφτηκαν ότι ήταν το διαμέρισμά τους.
- Στο δικό μας έγινε επικαρπία! είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.
- Πείτε μου, παρακαλώ, του ιδιοκτήτης είχε εθνικοποιηθεί το σπίτι; ρώτησε η Ισαβέλλα με περιέργεια.

- Ω, όχι! η απάντησε  ηλικιωμένη γυναίκα. Ο ιδιοκτήτης ήταν μέλος της Σεκιουριτάτε σ’όλη του την ζωή! Όταν οι κομμουνιστές πήραν την εξουσία αυτός είχε πάει μόνο τέσσερις τάξεις του δημοτικού. Ήταν ένας απλός ξυλουργός. Όμως, το καθεστώς είχε ανάγκη από ανθρώπους σαν κι αυτόν. Ο άνθρωπος τους βοήθησε να τιμωρήσουν μεγάλους τους εχθρούς. Ως ανταμοιβή γρήγορα έγινε συνταγματάρχης. Για τις υπηρεσίες του, πήρε αυτό το ακίνητο, αφού είχε εθνικοποιηθεί. Δεν μπορούσε όποιος και όποιος να πάρει ένα σπίτι τόσο μεγάλο! Σχετικά με τον πραγματικό ιδιοκτήτη κανείς δεν ξέρει τίποτα. Το πιο πιθάνο είναι ότι πέθανε ...

- Αλλά, δεν είχε παιδιά; Ίσως να διεκδικούσαν το σπίτι, ρώτησε ο Παύλος.
- Εεεε ... Με αυτά είναι η παλιά ιστορία. Ο ιδιοκτήτης είχε ένα γιο, τνο οποίο αγαπούσε πολύ. Όταν ήταν στο κολλέγιο αγάπησε ένα κορίτσι, κόρη ενός ιερέα και ήθελε να παντρευτεί. Οι γονείς του ωστόσο, ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι! Του έλεγαν να επιλέξει ένα κορίτσι του λαου, αν θέλει να έχει το μέλλον του εξασφαλισμένο. Έτσι ίσως να μπορούσαν να σώσουν το σπίτι. Τα κορίτσια των εργατών και των αγροτών  έμπαιναν αμέσως στο πανεπιστήμιο. Ακόμη και χωρίς να είχαν τελειώσει το λύκειο. Το αντικαταστούσαν με τη Σχολή Εργασίας. Η κόρη του ιερέα, άδικα ήταν έξυπνη και μελετηρή. Υπ’ηρχαν πολύ λίγες θέσεις στο πανεπιστήμιο για άτομα σαν κι αυτή. Συναγωνίζονταν μέχρι και δέκα υποψήφιοι για μια θέση. Και ακόμα κι αν αποφοιτούσε, πάλι η ζωή θα ήταν δύσκολη. Ο νεαρός όμως δεν ακούγε. Αγαπούσε πολύ την Αλίνα. Είχαν παντρευτεί χωρίς να πάρουν τη γονική συναίνεση .Και τότε το πρώτο βράδυ, αφού ανακοίνωσε στους γονείς του τον γάμο τους, συνέβει κάτι τρομερό. Τη νύχτα, ενώ οι δύο ερωτευμένοι κοιμόντουσαν, δολοφονήθηκαν στον ύπνο τους, με πολλά χτυπήματα από σφυρί ... Από τότε πιστεύεται ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο από φαντάσματα. Ακούγονται μέσα στη νύχτα συνεχώς τρομακτικές, απελπισμένες  κραυγές...

- Τι τραγωδία! Αναφώνησαν έκπληκτοι ο Παύλος και η Ισαβέλλα. Σας ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες! είπανε συγχρόνως ο Παύλος και η Ισαβέλλα.

«Πόσο παράξενο! "Σκέφτηκε ο Παύλος. "Γιατί αυτή  ιστορία ήταν ένα σοκ για αυτόν; Ένα σοκ, σαν να το έβγαλε από τα βάθη του μαλυού του. Γιατί είχε την αίσθηση ότι αυτό που του είχαν πει του φαινόταν γνώριμο; Ίσως επειδή είχε συμβεί το ίδιο σ’ αυτόν; Οι γονείς του αντιτίθονταν στο γάμο του με την Ισαβέλλα. Ήθελαν για νύφη τους, την κόρη κάποιου της Σεκιουριτάτε, γείτονας στο μπλοκ. Αλλά δεν ήταν τόσο όμορφη και έξυπνη όπως την Ισαβέλλα. Επιπλέον, πριν από το 1989, η κόρη του  Σεκιουρίστ δεν φοίτησε πουθενά  μετά από οκτώ τάξεις. Και δεν υπήρχε πλέον καμία πιθανότητα να επιστρέξει στο σχολείο. Μετά την επανάσταση, ωστόσο, έχει κανονίσει την κοπέλα μέσω της Σεκιουριτάτε να πάει σε νυχτερινό γυμνάσιο και ακόμη να πάρει πτυχίο κολεγίου, ενός ιδιωτικού σε ένα στούντιο κάποιου που συνεργάζοταν με την  Σεκιουριτάτε . Στη συνέχεια, δωροδοκώντας, η κόρη του είχε εργοδοτηθείί άμεσα από την Εισαγγελία.

Ο Παύλος σκέφτηκε ίσως ότι με τις σχέσεις του Σεκιουρίστ δεν θα περνούσε τόσο άσχημα τώρα στο κολέγιο. Ο επικεφαλής του τμήματος έγινε καθηγητής από τους κομμουνιστές, από ένα απλό εργάτη. Όταν ήταν φοιτητής, ήταν ο χειρότερος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Αλλά είχε  έντονη δραστηριότητα ως καταδότης στην  Σεκιουριτάτε και ως εκ τούτου, μόνο αυτός έμεινε από τους παλιούς. Οι καλύτεροι από επαγγελματικής άποψης πήγανε προς άλλες κατευθύνσεις - ή μετανάστευσαν στο εξωτερικό ή πέθαναν από γεράματα ... Ο επικεφαλής του τμήματος και του πανεπιστημίου προσέλαβε την κόρη του,  τον γαμπρό του, τους δύο γιους του και τη σύζυγο του. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Ανδρέας, ήταν συνφητητής του Παύλου. Ήταν από τους τελευταίους της χρονιάς του. Περνούσε τις εξετάσεις του πάντα με καθυστέρηση. Αλλά αφού  ο Αντρέας είχε για αφεντικό τον ίδιο τον γονιό του, φυσικά πέρασε γρήγορα και εύκολα στη θέση του ομιλητή.....

Ο Παύλος πίστευε ότι ο φίλος του Μιχαήλ, είναι σε καλύτερη θέση γιατί είναι σε άλλο τμήμα. Και γιατί  επικεφαλής του τμήματος δεν είχε φέρει την οικογένεια του. Αλλά ο Μιχαήλ του ξεκαθάρισε ότι δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από αυτόν.Ο καθηγητής, προϊστάμενος του Τμήματος έχει άλλες αδυναμίες. Έφερνε τους εραστές του, τους οποίους προωθούσε. Τον Μιχαήλ, επειδή ήταν ο καλύτερος της χρονιάς τουδεν τον συμπαθούσε καθόλουί. Ο Παύλος ρώτησε από περιέργεια, αν οι εραστές ήταν ελεύθεροι.. Και έμαθε κάτι εκπληκτικό!  Όλοι ήταν παντρεμένοι, με παιδιά, όπως και ο προιστάμενος του,  για τα μάτια του κόσμου! Για να μην υποψιαστεί κανείς τίποτα. Κι όμως, πολλοί γνωρίζαν την αλήθεια ...
           Οι σκέψεις του διακόπηκαν από την μελωδική φωνή της Ισαβέλλας.

 - Τι είναι η επικαρπία; ρώτησε.

 - Ας ρωτήσουμ την συμβολαιογράφο, αφού εμείς την βρήκαμε », είπε ο Παύλος.

 - Να την ρωτήσουμε από το τηλέφωνο!  είπε η Ισαβέλλα.

- Αλλά πρώτα, ας μιλήσουμε με τον κτηματομεσίτη. Στη συνέχεια, να πάμε στο δημαρχείο του τομέα μας για να δούμε αν ο θάνατος του γέρου καταγράφεται. Ο Παύλος πήρε το κινητό του και χτύπησε το νούμερο.
- Γεια σας, είμαστε το ζευγάρι με το σπίτι για πώληση. Έμαθα ότι ο παλιός ιδιοκτήτης δεν είναι νεκρός. Πάμε στο δημαρχείο για να ελέγξουμε.
- Ναι, ζει! Αλλά να μην ακολουθήσετε τα όποια ίχνη. τους είπε ο κτηματομεσίτης με απειλητική φωνή.   Αν ξαναελέγξετε κάτι, θα έχετε προβλήματα μαζί  μας! Μιλούμε αύριο όταν θα συναντηθούμε στη συμβολαιογράφο! και έκλεισε νευρικά το τηλέφωνο.

 Ο Παύλος παρέμεινε σαν κεραυνοκτυπημένος.

- Ας μιλήσουμε με την συμβολαιογράφο, τον ενθάρρυνε η Ισαβέλλα.

 - Γεια σας, κα συμβολαιογράφου, είμαστε εμείς με το σπίτι, που έχουμε ραντεβού αύριο. Έμαθα ότι υπάρχει επικαρπία ακινήτου. Τι σημαίνει αυτό; Ο πρώτος ιδιοκτήτης είναι ακόμα ζωντανός, παρόλο που ο ίδιος έχει δηλωθεί  νεκρός από τις κόρες του.
- Εάν υπάρχει επικαρπίας, το συμβόλαιο πώλησης δεν θα έχει καμία αξία. Αλλά νομίζω ότι ο γέρος είναι νεκρός. Και αν όχι, αλλάν υπάρχει πιστιποιητικό θανάτου, τότε τι σημασία έχει; Οι άνθρωποι είναι δυνατοί,  με πολλά ακίνητα, θα λύσουν τα πάντα αυτοί! Μένει να βρεθούμε αύριο για τελειώσουμε τα έγραφα, τους είπε προστακτικά. Δεν  αποδέχομαι να εγκαταλείψετε  κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες! Αλλά ποιος σας είπε;
- Ο ίδιος ο κτηματομεσίτης! είπε η Ισαβέλλα.
Νομίζω ότι η συμβολαιογράφος θα τηλεφωνήσει στον  κτηματομεσίτη και να του πει ότι γνωρίζουμε ότι ο γέρος ζει, και να του μάθει να πει ψέματα. Για να μην παραδεχτεί ότι ο γέρος ζει», είπε ο Παύλος

 

Ο Παύλος και η Ισαβέλλας επέστρεψαν στο διαμέρισμα. Έχει ήδη φέρει κάποια πράγματα, επειδή οι ιδιοκτήτες του είχαν πει ότι μπορεί να αρχίσει να μετακομίζει. Είχε ήδη καταβληθεί η προκαταβολή. Και επείδη πιεζόταν από το γεγονός ότι είχαν αρχίσει οι ανακαινίσεις στις φοιτητικές εστίες, δεν το σκέφτηκαν πολύ. Και ο Παύλος, εκείνο το βράδυ είχε μια τρελή ιδέα.
- Ας περάσουμε τη νύχτα εδώ! Έχουμε πολυθρόνες  και άλλα πράγματα που φέραμε. Ο γιος Τι καλά που ο γιος της κυρίας μας άφησε να τα φέρουμε! Είμαι κάπως κουρασμένος μετά από την σημερινή μέρα! Είχα μια δύσκολη μέρα στο πανεπιστήμιο! Τι λες; πρότεινε ο Παύλος .
- Εντάξει, αν έτσι θέλεις, συμφώνησε η Ισαβέλλα. Τουλάχιστον να δούμε τι αγοράζουμε. Είναι όμως όλα εντάξει; Περιμένε, ας ρίξουμε μια ματιά στο προκαταρκτικό συμβόλαιος. Πως ονομαζόταν αυτός που του είχε πουλήσει ο γέρος το διαμέρισμα πρώτη φορά;
Κοίτα το όνομα της γυναίκας του, Μαντελένε. Δεν μας είπε η κυρία στο σχολείο ότι μια από τις κόρες ονομαζόταν Μάντη; Πούλησε το διαμέρισμα στον γαμπρό της! είπε η Ισαβέλλα.

- Ας δούμε ποιος συνέταξε το συμβόλαιο της πώλησης. Το πιο πιθανό είναι νεκρός », είπε ο Παύλος. Και άνοιξε το φοριτό του υπολογιστή για να μάθει.
- Ναι, ο συμβολαιογράφος είναι νεκρός! Και η επόμενη πράξη; Δεν πιστεύω και ο δεύτερος συμβολαιογράφος να είναι νεκρός, αυτός που ολοκλήρωσε την πώληση από τον γαμπρό στην κυρία οδοντίατρο, αναφώνησε δυνατά.
      Συνεχίσε πυρετωδώς να κοιτάζει στο διαδίκτυο.
- Και ο δεύτερος είναι σίγουρα νεκρός, είπε η Ισαβέλλα. Είναι πολύ ξεκάθαρο. Τα συμβόλαια  αυτά  δεν είναι εντάξει.
-Ισαβέλλα, και ο δεύτερος είναι νεκρός!  Είναι γυναίκα συμβολαιογράφος, στην πραγματικότητα! φώναξε ο Παύλος με δυνατή φωνή.
- Πάλι χτυπήσαμε πάνω σε απάτη, είπε η Ισαβέλλα απογοητευμένη. Αύριο το πρωί θα πάρουμε τα πράγματα μας από εδώ. Και να ακυρώσουμε την πώληση! Θα καλέσω τώρα τον οδηγό που μας  βοήθησε να φέρουμε τα πράγματα.

Κοιμήθηκάν  γρήγορα μετά από την κουραστική μέρα που είχαν. Στις μία το βράδυ όμως, ξύπνησαν από κάτι ανατριχιαστικές κραυγές. Η Ισαβέλλα άρχισε να τρέμει.
- Μην φοβάσε, είσαι μαζί μου, είπε ο Παύλος. Αλλά και αυτός ένιωθε ένα ρίγος μέσα από το σώμα του. Η ματιά του πήγε γρήγορα προς το σφυρί που είδε στο πάτωμα όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά το σπίτι, σαν μια λύση. ..
- Τι είναι αυτό; ρώτησε με έναν φοβισμένο ψίθυρο, η Ισαβέλλα

- Ίσως κάποιατρελή βρίσκεται στο απέναντι κτίριο, την καθησύίχασε ο Παύλος.
       Αλλά οι κραυγές ακούγοταν πιο δυνατές, πιο ανατριχιαστικές. Δεν πίστευε καθόλου σε ιστορίες με φαντάσματα, αλλά τώρα ...

- Μπορεί κάποιος να μένει στη σοφίτα! Εκεί όπου υπήρχε μια νέα μεταλλική πόρτα, ακριβώς σαν τη δική μας και, όπως σ’ όλο το σπίτι.
- Αλλά φοβερή ιστορία ... ψιθύρισε η Ισαβέλλα τρέμοντας
- Λοιπόν, πιστεύεις στα παραμύθια; προσπάθησε να χαμογελάσει ο Παύλος. Αλλά το χαμόγελο του ήταν προσποιητό, από το φόβο.

............................................................................................................................................

Στις δέκα το πρωί την καλούν στο τηλέφωνο.
- Είμαι εγώ, η Μαρία! Με συγχωρείτε, ξέρετε κάτι για την Ισαβέλλα; Δεν μπορώ να την βρω από χθες το βράδυ, ούτε αυτή ούτε τον Παύλο. Ήμουν το πρωί στο σπίτι τους και δεν απάντησε. Ούτε στο τηλέφωνο δεν απαντουν! Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος! είπε η γυναίκα ανήσυχη.
         Η Μαρία ήταν η μητέρα της Ισαβέλλας, γιατρός, όπως και η κόρη.
- Αντιλαμβάνομαι ότι παρέμεινε στο διαμέρισμα που ήθελαν να αγοράσουν! Μου τηλεφώνησε χθες το βράδυ η Ισαβέλλα,  απάντησε.
- Ναι, αλλά γιατί να μην απαντήσει στο τηλέφωνο αυτή τη στιγμή; ρώτησε η γυναίκα.
- Δεν ξέρω, δοκιμάστε ξανά! Θα προσπαθήσω και εγώ! είπα.
- Εχεις  λίγο χρόνο; με ρώτησε απελπισμένα η Μαρία.
- Έχω μάθημα στις 11, απάντησα.
- Έρχεστε μαζί μου στο διαμέρισμα! με ρώτησε.
- Εντάξει, δέχτηκα.

Μετά από μια ώρα ήμουν στο δρόμάκι. Περίεργος το σπίτι μου φάνηκε αδύνατον να προσδιορισθεί από γεωμετρικές συντεταγμένες x, z, y, προσβάσιμη μόνο με την εισαγωγή ενός μυστικού κώδικα που μόνο μερικοί τον γνωρίζαν. Και οι περίεργες μεταλλικές πόρτες, πανομοιότυπες... Αλλά σύντομα φάνηκε το σπίτι. Η Μαρία με περίμενε στην είσοδο. Μπήκα στη μικρή αυλή και άνοιξα την πόρτα στο εσωτερικό σώμα του κτιρίου. Ανεβήκαμε τη σπειροειδή σκάλα στον πρώτο όροφο όπου εμφανίστηκε η πρόσφατα τοποθετημένη μέταλλικη πόρτα, στην οποία ακόμη υπήρχαν κομμάτια από την διαφανές μπλε ταινία. Χτύπησα την πόρτα,το κουδούνι και ... σιωπή. Όταν η Μαρία έβαλε το χέρι της στη λαβή η πόρτα άνοιξε εύκολα. Ένα σφυρί λουσμένο στο κόκκινο αίμα ήταν πεταγμένο μπροστά τους . Στον καναπέ ο Παύλος και η Ισαβέλλα ήταν  βυθίσμένη σ’ ένα γλυκό αιώνιο ύπνο. Στα άσπρα σεντόνια, σαν κάποιος να είχε ρίξει πέταλα,  κόκκινα σαν παπαρούνες, σαν την φωτιά. Έμοιαζαν σαν κάποιος να τα είχε  ζωγραφίσει με  ένα βαθύ χρώμα, μοβ, κόκκινο όπως το αίμα ...

 

Η Μαρία λιποθύμησε μπροστά μου. Πήρα το τηλέφωνο και κάλεσα.
                    Ένα παρατεταμένο σφύριγμα , σπαρακτικό, όπως ένας απελπισμένος θρήνος, εισχωρεί βαθιά στις ψυχές όσων είναι στην λεωφόρο στο κέντρο του Βουκουρεστίου. Κάθε μέρος του σώματος συσπάζεται. Ένα  ρίγος καταβάλει κάθε σπιθαμή της σπονδυλικής στήλης. Αν ήσουν ευτυχισμένος, χαλαρός, ονειροπόλος, τα πάντα γκρεμίστηκαν σε μια στιγμή ...

 

DR. CORNELIA PĂUN HEINZEL: Η στροφή του πεπρωμένου

O Ράντου γύρισε το τιμόνι, άλλαξε ταχύτητα και όρμησε προς την στροφή. Στο χερσαίο «Τρίγωνο των Βερμούδων» , ο χώρος όπου όλοι όσοι είναι ζωντανοί, οι επιζώντες των ατυχημάτων και όσοι έδωσαν την τελευταία τους πνοή εκεί, ζουν μαζί για πάντα. Ήταν ο τόπος που προκάλεσε το τραγικό του πεπρωμένο = την συστυχία του, της οικογένειάς του και πολλών άλλων και ο Ράντου ένιωσε τα δάκρυα του να ρέουν στο πρόσωπό του,  κρύος ιδρώτας να διαπερνά ολόκληρο το κορμί του....

- Ράντου! Ράντου! Τι γίνεται με σένα; ρώτησε μια φοβισμένη γυναικεία φωνή . Τι έχεις ονειρευτεί;
- Τίποτα!  Δεν ονειρεύτηκα τίποτα! είπε με μια βραχνή φωνή, ξυπνώντας επιτέλους από τον  βαθύ του ύπνο.
- Αλλά ήσουν νευρικός, φοβισμένος, κουνούσες τα χέρια σου. Είπες και  κάτι, »είπε η Μαρίνα, η γυναίκα του.

 - Είχα έναν εφιάλτη! Ως συνήθως! Είπε ο Ράντου. Και νομίζω ότι είναι αργά. Πρέπει να πάμε στο σχολείο. Μπορεί να είμαι διευθυντής, αλλά ακόμα και έτσι πρέπει να πάω!

Το σχολείο ήταν κοντά στο σπίτι του. Θα έφτανε σε δέκα λεπτά. Εκεί, ο Ράντου είχε μία εκπληκτική ιδέα: "Πρέπει να κάνω ελέγχο στους νεοφερμένους στην μελαχρινή από τα  μαθηματικά και την ξανθή από την βιολογία. Σίγουρα δεν θα ξεφύγουν  από τα χέρια μου. Χθες έκανα ένα λάθος. Αλλά δεν θα το επαναλάβω. Έστειλα όλους τους δασκάλους και τους μαθητές σπίτι, χτες το βράδυ, την τελευταία ώρα, για να μείνω μόνος στο σχολείο, μαζί με την νέα καθηγήτρια της Φυσικής. Φτου! Πόσο μου αρέσει αυτή η ξανθιά! Ειδικά όταν δεν ενδίδει τόσο εύκολα! Σε μένα δεν συμβαίνε συχνά αυτόι! Αααα! Δύσκολα θα την καταφέρω ! Αλλά ο κουνιάδος μου, κατάφερε να μου κατέστρεψε ένα καλό σχέδιο που είχα ετοιμάσει! .Σαν  να ήξερε! Επέσε ακριβώς την στιγμή που κάλεσα την γυναίκα στο γραφείο μου. Πρώτα  ήθελα να την τρομάξω, να την μαλώσω και στη συνέχεια να την καλέσω για ένα δυνατό ποτό,  φιαυτές τις περιπτώσεις έχω ένα ντουλάπι γεμάτο από τέτοια ποτά! Και τότε .... έρχεται ο Φλωρήν ο αδελφός της συζύγου μου. Έπρεπε να κάνουμε οι τρεις μας πολύ, πολύ σοβαρές συζητήσεις ".

«Η πρώτη μου κίνηση θα είναι με την μελαχρινήι. Φαίνεται να είναι πιο θερμή από την άλλη. Τα μάτια της είναι σαν αναμμένα κάρβουνα! Με αυτήν σίγουρα θα είναι πιο εύκολα. "
             Ο Ράντου μπαίναι την ώρα που δίδασκε η νεαρή γυναίκα. Και είχε αρκετό χρόνο για να εξετάσει τα μακριά της πόδια, πολύ μακριά και λεπτά, τα μακριά μαύρα μαλλιά της, λίγο σγουρά, τα κόκκινα σαρκώδη  χείλη. Στη συνέχεια κάλεσε την δασκάλα στο γραφείο του.
- Δεν είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος με αυτό που κάνεις, την επίπληξε με μια απότομη φωνή. Θα πρέπει να δουλέψετε πολύ περισσότερο! Έχω υψηλότερες προσδοκίες από εσάς! Έχετε δυνατότητες. Και την μετρούσε έντονα με το βλέμμα του, κατά μήκος του σώματος της. Για μένα, εδώ στο σχολείο δεν είναι αρκετό αυτό που κάνετε τώρα! Αλλά δεν θέλεις ένα ποτό; Την προσκάλεσε αλλάζωντας την χροιά της φωνής του, σε μία πιο καλοπροαίρετη.

 Και ο Ραντού άνοιξε το ψηλό ντουλάπι, γεμάτο με μπουκάλια και φιάλες από όλα τα σχήματα και μεγέθη, γεμάτα με αλκοολούχα ποτά, διαφόρων ποιοτήτων.
-Πάρτε, είναι καλό το λικέρ, λίγο γλυκή! Σίγουρα θα σας αρέσει! Και η νεαρή γυναίκα του έδωσε το ποτήρι, κάθισε στη κάτω δεξιά του γωνία του τραπεζιού. Την κοίταξε βαθία με ένα διεισδυτικό βλέμμα.

Η νεαρή γυναίκα, κοκκίνισε και αισθάνθηκε χαμένη. Και ο Ραντού εύθυμος άρχισε να παίζει με μια τούφα από τα μαλλιά της. Πλησίασε αργά αργά και την φίλησε απαλά. Δεν αντέδρασε καθόλου, πράγμα που τον έκανε τον άνθρωπο να συνεχίσει με θάρρος. Την φίλησε πιο παθιασμένα, ενώ τα χέρια του άρχισαν να αγγίζουν όλο της το σώμα, αποκαλύπτοντας αργά το γυμνό κορμί. Μέσα σε λίγα λεπτά ήταν γυμνή στην αγκαλιά του ...

... .................................................................................................................................................

 Ήταν μεσημέρι. Ο Ραντού βγήκε με το αυτοκίνητο του στο δρόμο. Μπροστά του η καθηγήτρια της φυσικής.
- Δεν έρχεστε με το αυτοκίνητο; Θα σε πάω εγώ μέχρι την πόλη, την προσκάλεσε ευγενικά ο Ραντού.
           Η πρώτη αντίδραση της γυναίκα ήταν να δεχτεί. Θα έφτανε σπίτι πιο νωρίς ... θεωρητικά. Αλλά θυμήθηκε τι της έλεγε η μητέρα της, καθηγήτρια, πρώην συνάδελφος με τους γονείς του Ραντού, σχετικά με το ατύχημα που ένανε ο πατέρας του μαζί με δύο από τους φίλους του, οι οποίοι ήταν θύματα. "Δεν θέλω να πάω στον άλλο κόσμο! Καλύτερα να περιμένω το λεωφορείο! Γιατί να βιαστώ; »σκέφτηκε, και αρνήθηκε ευγενικά, φοβούμενη ότι δεν θα δεχόταν της άρνησή του.
   

   Από πίσω, ερχόταν αργά οι καινούργιες καθηγήτριες των μαθηματικών, της βιολογίας και της γεωγραφίας.
           "Νομίζω ότι αυτές σίγουρα πρόκειται να έρθουν μαζί μου στο αυτοκίνητο», είπε ο άνδρας και επανέλαβε την πρόσκλησή του. Η σκέψη του επιβεβαιώθηκε αμέσως. Οι γυναίκες δέχτηκαν   ενθουσιασμένες και μπήκαν γρήγορα στο αυτοκίνητο, εκστασιασμένες που ο ίδιος ο διευθυντής τους, θα τους έπερνε σπίτι.
           Ο Ράντου ξεκίνησε  απότομα, υπερήφανος και σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν ταξίδευε μόνος του! Επιτάχυνσε στο δρόμο προς Το Μπρασόβ. Στα δεξιά του, ονειρευόταν ρομαντικά την νεαρή καθηγήτρια των μαθηματικών, ψηλή, λεπτή, με μαύρα μακρια μαλλιά, πιασμένα κότσο. Στο πίσω μέρος κάθησαν οι νέες καθηγήτριες της γεωγραφίας και της βιολογίας, μικροσκοπικές, ενθουσιασμένες,  που τις κάλεσε ο διευθυντής  για να τις πάει με το αυτοκίνητό του στην πόλη.
           Ο άνθρωπος ήπιε, ως συνήθως, λίγα ποτήρια δυνατό ποτό. Το διευθυντικό του ντουλάπι στο  ιδιαίτερο του γραφείο ήταν πάντα γεμάτο με φιάλες και  φιαλίδια διαφόρων μεγεθών, σχημάτων, γεμάτα με  αλκοόλ, η πλειοψηφία τους  κακής ποιότητας. "Αλκοόλ να είναι!" σκεφτόταν ο Ράντου.

         To πάθος του για το ποτό το κληρονόμησε από τον πατέρα του, που έμοιαζε σαν δύο σταγόνες νερό. Διετέλεσε και αυτός διευθυντής του σχολείου του χωριού. Τώρα, το χωριό έχει γίνει πόλη ...
            Τα μάτια του ανθρώπου έτρεχαν παρά τη θέλησή τους στα μακριά πόδια της νεαρής γυναίκας που βρισκόταν στα δεξι του. Το βλέμμα του γλιστράει νωχελικά στην κορφή των ποδιών της, πιο ψηλά, πιο ψηλά...

            "Εδώ είναι η θανατηφόρο στροφή που είχε το ατύχημα ο πατέρας μου και ονειρεύτηκα χθες το βράδυ», είπε ο Ράντου. «Και εγώ πίνω, αλλά εγώ δεν θα προκαλέσω ποτέ ατύχημα! Τι  μεγάλο πρόβλημα δημιούργησε ο μπαμπάς μου σε ‘μένα και στην  μητέρα μου! ".

Τα μάτια του, στη συνέχεια ανέβηκαν  λαίμαργα προς τις αιχμηρές άκρες των παπουτσιών μέχρι να φτάσει στην άκρη της κοντής φούστας και συνέχισαν να ανεβαίνουν πιο πάνω, πιο πάνω. Στη συνέχεια του ήρθε στο μυαλό εικόνες από το μεσημέρι που είχαν αποτυπωθεί έντονα στη μνήμη. Άγριο σεξ με τη νεαρή δασκάλα, στο ιδιαίτερο του γραφείο, όπου ο Ραντού ανακάλυψε τα πιο κρυφά και προσωπικά μέρη της δασκάλας ... είχε πιεί και αυτή δυο ποτήρια βότκα. Τα δέχτηκε μετά από την επιμονή του. "Τα σημερινά κορίτσια είναι εντελώς για τα γούστα μου ... ... εχούν πάντα διάθεση για ποτό και σεξ... ήταν καλή, καλή η επανάσταση" σκεφτόταν ευτυχής ο Ράντου. «Αν δεν γινόταν, θα ήταν και τώρα ο εργάτης στις αποχετεύσεις, ίσως και όλη  την ζωή μου."

Η νεαρής δασκάλα σκεφτόταν ευτυχισμένη : "Το έκανα με τον διευθυντή! Είχα έτσι κανονίσει το μέλλον μου! Και θα ήταν καλύτερα από τώρα και στο εξής! Και ο Ράντου φαινόταν τόσο ωραίος ... δεν είχε γνωρίσει μέχρι τώρα κανένα σαν αυτόν. Ούτε ανάμεσα στους συμφοιτητές της στο πανεπιστήμιο, ούτε ανάμεσα στους δασκάλους! Το είδα από την αρχή, ότι του αρέσω περισσότερο, απ 'όλες! Αν δεν υπήρχε η ανυπόφορη σύζυγος του! Τι της βρήκε; Φαινόταν να ήταν πληκτική! Δεν είχει τίποτα το ιδιαίτερο. "

 

Ο κύριος διευθυντής ήταν ένας άντρας ψηλός και όμορφος, με αθλητική δομή και μαύρα σγουρά μαλλιά, μικρή μύτη, με την κορυγή της ελαφρώς γυρτή προς τα πάνω, μικρό στόμα με σαρκώδη χείλη, χαρακτηριστικά που του έδιναν μια ακαταμάχητη εμφάνιση και ταυτόχρονα παιδαριώδη.

 

Και ενώ ονειρευόταν την πρόσφατη του απόδραση, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του ένα φορτηγό. Ο Ράντου τρόμαξε τόσο πολύ, ώστε άφησε το τιμόνι. Έχασε  εντελώς τον έλεγχο του αυτοκινήτου και χτύπησε μια μηλία που ήταν στην άκρη του δρόμου. Το ίδιο δέντρο που είχε χτυπήσει και ο πατέρας του, χρόνια πριν. Και στην ίδια στροφή! Άκουσε ένα δυνατό κτύπημα, αισθάνθηκε ένα φοβερό πόνο και μετά δεν μπόρεσε να ξανακινηθεί. Είδε τότε μέσα στην  θολούρα, τα μαύρα σγουρά μαλλία της νεαρής δασκάλας, να επιπλέουν χαοτικά  σ’ ένα παχύρρευστο υγρό, χρώματος βαθύ κόκκινο. Το λευκό φόρεμά της, εφαρμοστό στο λεπτό της σώμα, φαινόταν σαν μια ιμπρεσιονιστική ζωγραφιά. Πίσω τους, οι άλλες δύο νεαρές γυναίκες είχαν μείνει ακίνητες.

 

Μετά ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου και άτομα με πορτοκαλί γιλέκα άνοιξαν με δυσκολία τις κλειδωμένες πόρτες του αυτοκινήτου . Ο Ράντου αισθάνθηκε κάποια δυνατά χέρια να τον σηκώνουν  και τον βάζουν σ΄ ένα φορείο.
- Ο οδηγός είναι ζωντανός! Ακόμη  ζει! φώναξε ένας από αυτούς.
            Ο γιατρός του ασθενοφόρου πήρε το χέρι της νεαρής κοπέλας που  βρισκόταν δίπλα στον οδηγό  «στην μεριά των νεκρών» και έψαξε για παλμό.
- Είναι νεκρή! Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω! είπε.
Η πίσω μεριά του αυτοκινήτου ήταν σε μεγάλο βαθμό καταστραμμένη από το αναπάντεχο χτύπημα. Δεν υπήρχε καμία πιθανότητα για τα φτωχά κορίτσια.
- Χρειαζόμαστε την ομάδα απεγκλώβισης! Διαφορετικά δεν μπορούμε να τις βγάλουμε έξω! Δεν νομίζω ότι επέζησε! είπε μια φωνή.
- Θα έρθει σε δέκα λεπτά », είπε ένα αγόρι.
Δύο άνδρες μετακίνησαν τον Ράντου στο φορείο .

"Πρέπει να προσπαθήσώ να μην χάςώ τις αισθήσεις μου, να μην πεθάνω", σκέφτηκε ο άνθρωπος και αλλά ξαφνικά οι σκέψεις του διακόπηκαν.
        Ξύπνησε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, για μερικά δευτερόλεπτα. Ήταν ξαπλωμένος σ΄ ένα μεταλλικό κρεβάτι του νοσοκομείου. Γύρω του, όλοι οι άνθρωποι ήταν αναίσθητοι. Όλα γύρω του ήταν λευκά. «Τι να συμβαίνει άραγε;» διαιρωτήθηκε ο Ράντου. Και κοιμηθείτε πάλι, βυθίστηκει στο μυστηριώδη κόσμο των ονείρων.

.........................................................................................................................................................

     Ο πατέρας του Ράντου, ο Τζίκα, καθώς ο γιος του είχαν δύο σημαντικές αδυναμίες: το ποτό και τις γυναίκες. Ήταν μια οικογενειακή κληρονομιά, από πατέρα σε γιο. Και οι δύο αγαπούσαν το γυναικείο φύλο, καστανές ή κοκκινωμάλλες, ξανθιές, λεπτές ή χοντρές, ψηλές ή κοντές. Οι δύο άνδρες πάντα τους προσελκούσε το γυναικείο σύμπαν. Και οι δύο είχαν την τύχη να έχουν συζύγους που ήταν ερωτευμέμες μαζί τους, έτσι είχαν δεχτεί και να καταλάβει τις ερωτικές τους περιπέτειες. Περιπέτειες που πάντα τους δημιουργούσαν προβλήματα, μεγάλα ή μικρά. Και οι σύζυγοί τους ήταν αυτές που υπέφεραν στη σιωπή. Και οι ερωμένες. Η αγάπη γι 'αυτές ήταν ισχυρότερη από οτιδήποτε άλλο.

     Το ποτό ήταν όμως αυτό που προκαλούσε προβλήματα στην οικογένεια.
Μια μέρα, ο πατέρας του, ο Τζίκας Κιβερνισέαλα, είχε πάρει το αυτοκινήτου του φίλου του, και δύο καθηγητές στο πανεπιστημίο. Και σε μια στροφή προς το χωριό, καθώς έρχονταν από το Μπρασόβv, έχασε τον ελέγχο του αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο κτύπησε γρήγορα σε ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου. Ο Τζίκα κατέληξε με ένα σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι, αλλά οι δύο καθηγητές πέθαναν επιτόπου.

     Ο άνδρας στη συνέχεια καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση. Το έργο του ως καταδότης στην ασφάλεια δεν τον βοήθεισε καθόλου. Τηρήθηκε ο νόμος. Ήταν ο ίδιος για όλους. Η σύζυγός του Λίνα, έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων - διατροφή για τα παιδιά τους. Αλλά Ράντου, ο γιος του, είχε επιρεαστεί περισσότερο απ΄ όλους. Δεν ήταν πλέον ο γιος του διευθυντή του χωριού, ο αγαπημένος όλων των γυναικών. Τόσο πολύ είχει σημαδευτεί που δεν ήθελε να μελετά. Γράφτηκε και έδωσε εξετάσεις για να μπει στο λύκειο "Unirea", κλασσικό κλάδο. Ήθελε να ακολουθήσει την σταδιοδρομεία του πατέρα του, ο οποίος ήταν καθηγητής της γεωγραφίας. Και φυσικά τον κόψανε με επιτυχία. Πήρε βαθμό δύο! Η Λίνα, η μητέρα του ήταν πολύ αναστατωμένη. Μετά τα προβλήματα με τον άντρα της , το ποτό και τις γυναίκες, μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, μετά από τόσες θυσίες που είχε κάνει, ούτε ο γιος του δεν μπορούσε να της δώσει λίγη χαρά. Γι΄ αυτόν είχε υποφέρει τόσο ...

    "Όταν ήταν έγκυος με Ράντου" θυμήθηκεη Λίνα, "ο Τζίκας τα είχε φτιάξει με την Μία, μια μελαψή γυναίκα από το χωριό ". Η Λίνα ήταν επίσης μελαψή "Τι του πρόσφερε περισσότερο η Μία;» Σκέφτηκε ενοχλημένη. "Αλλά έτσι ήταν ο Τζίκας. Του άρεσε η αλλαγή! "Η καημένη η Λίνα, στεκόταν τρέμοντας στο ψηλό γρασίδι στην αυλή της Μίας να περιμένει τον άνδρα της να βγει έξω από το σπίτι. Περίμενε όλη τη νύχτα στο τσουχτερό κρύο. Είχε παγώσει ολόκληρη! Αλλά ο Τζίκας άξιζε όλη την θυσία! Άντρας σαν τον δικός της, σπάνια να βρεις! Φοβόταν να μην τον χάσει τέλεια! Να μην τον κλέψει η Μία.

      Κατά την αυγή, άνοιξε την πόρτα και ο Τζίκας. Στη συνέχεια, Λίνα βγήκε από τους θάμνους.
- Τι κάνείς Τζίκα εδώ; Εγώ είμαι ετοιμόγεννηκαι συ κάνεις του κεφαλιού με άλλες γυναίκες του χωριού; είπε θλιβερά η  γυναίκα.
            Ο άνθρωπος είδε κόκκινο μπροστά του.
- Τι κάνεις εδώ, Λίνα; της είπε θυμωμένα. Τρελλάθηκες; Είμαι άντρας, τι θέλεις από μένα; Και τηςς έδωσε ένα ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο με τις παλάμες. Στη συνέχεια, της έδωσε μερικές κλοτιές στην πρησμένη κοιλιά.
- Τι δεν μου επιτρέπετε να διασκεδάσω κι εγώ; γάβγισε ο άντρας.
- Θεέ μου, χτύπησες το μωρό! σπάραξε η Λίνα .
Ο Τζίκας της έδωσε ακόμη λίγες κλοτσιές, και στη συνέχεια έφυγε νευρικά προς την έξοδο."Τουλάχιστον μου είπε ότι απλώς διασκέδαζεν, όχι ότι θα με παρατήσει. Ακόμη είναι δικός μου! ", σκεφτείτε ευτυχισμένα η γυναίκα.

    Η Λίνα συνήθως ήταν δυνατός χαρακτήρας, αλλά με τον Τζίκα γινόταν μαλακη σαν ύφασμα. Τι σου έκανε η αγάπη! Ο πατέρας της, Lica Spoitoru, έφτιαχνε αγγεία από μπρούντζο και τα πωλούσε στο χωριό. Η μητέρα της, Piranda, είχε πεθάνει κατά τη γέννηση. Έτσι, η Λίνα έχει μάθει από μικρή με τις κακουχίες της ζωής. Φιλόδοξη και τολμηρή, ήταν άξια κόρη του λαού, όπως απαιτούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα της εξουσία. Ως εκ τούτου, την είχαν παρατηρήσει αμέσως οι ακτιβιστές από το χωριό. Και ένας από αυτούς την κάλεσε στο γραφείο του αμέσως:

    - Λίνα, δεν θέλετε να εργαστείτε για μας; Είστε μια από έμας, εργατική και φιλόδοξη. Μπορείτε να πάτε μακριά, αν είσαι πιστή!
- Λοιπόν, τι πρέπει να κάνω;  Ρώτησε με ενδιαφέρον η Λίνα.
- Πρέπει να κατασκοπεύεις τους εχθρούς του λαού! Τους πλούσιους! Να μας λέτε τι κάνουν, τι λένε ...
Είχε συνηθίσει από μικρή στις ελλείψεις. "Πόσο θα ήθελα να καταδώσω όλους αυτούς που περνούν καλά, αυτούς που πάντα περνουσαν καλά! Όχι σαν εμένα" σκέφτηκε.
- Φυσικά. δέχομαι είπε η Λίνα.
- Και εμείς, ως ανταμοιβή, θα σε γράψουμε σε κανόνικο σχολείο! Να έρθεις ως δασκάλα εδώ στο χωριό μας! Είπαν οι άνδρες. Θέλουμε να προωθήσουμε μόνο δικά μας κορίτσια!
- Αλλά εγώ δεν τα πάω καλά με τα βιβλία,  είπε η Λίνα. Δεν μου άρεσε η διδασκαλία. Και δεν ξέρω αν το μυαλό μου με βοηθάει! Τι  να κανω;

  - Αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα! Με τη σύστασή μας, με τη φιλοδοξία σας και αν είσαι  αληθινά πιστή και  μας λες τι κάνουν όλοι οι γνωστοί σας, θα αποφοιτήσεις χωρίς πρόβλημα! Είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία για μας! την ενθάρρυναν οι ακτιβιστές.
      Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και Λίνα βρέθηκε ως δάσκαλος στο χωριό, όπως της είχαν υποσχέθει. Στο σχολείο του χωριού, γνώρισε τον Τζίκα, όμορφος άντρας. Ήταν γοητευμένη από αυτόν με την πρώτη ματιά.

   "Ένα άντρα τόσο όμορφο, δεν έχω δει ποτέ», σκέφτηκε. Και όταν εκείνος την προσκάλεσε για χορό στο πολιτιστικό κέντρο της κοινότητας, δέχτηκε πρόθυμα.
       Λίνα ήταν μια γυναίκα ούτε πολύ όμορφη, ούτε άσχημη. Ήταν μελαψή, είχε μια μεγάλη μύτη, μεγάλο στόμα και διογκώμενα μάτια.
        Όμως άρεσε του Τζίκα. Όπως όλες τις γυναίκες που πάντα τον προσέλκυαν - άσχημες, όμορφες, ξανθιες ή καστανές, κοκκινωμάλλες, ψηλές ή κοντές, χοντρές ή λεπτές. Ο Τζίκας ήταν αιώνια ερωτευμένος με μια γυναίκα, δεν έχει σημασία τι ήταν.

   Μετά είναι το πολιτιστικό κέντρο,  ο Τζίκας την προσκάλεσε στο σπίτι του. Πόσο χαρούμενη ήταν τότε η Λίνα! Όλος ο κόσμος ήταν δικός της! Στη συνέχεια, από την πρώτη νύχτα ήταν δική του! Του δώθηκε ολοκληρωτήκα με όλη την ψυχή της, ως γυναίκα. Η έλξη προς αυτόν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσε να αντισταθεί! Πόσο θα ήθελε η Λίνα, ένα σύζυγο σαν κι αυτόν! Ωστόσο, οι ελπίδες της ήταν μικρές ... Δεν είχε καμία πιθανότητα, αν σκεφτείς τι επιτυχία είχε στις γυναίκες ο Τζίκας! Και δεν ήθελε μια, αλλά όλες τις γυναίκες που του ήταν γνωστές!
- Δεν συναναστρέφεσαι με τον Τζίκα; την ρώτησε μια μέρα ο Gorun ο ακτιβιστής.
- Ναι, θείε Gorun, απάντησε η Λίνα ντροπαλά. Αφού μου αρέσει... τι να κάνω;
- Θα τον ήθελες για άντρα σου; ρώτησε αποφασιστικά ο άντρας.
- Πώς να μην θέλω,  θείε! Αλλά δεν νομίζω ότι ο Τζίκας σκέφτεται τον γάμο ...
- Θα τον σκεφτεί, θα τον σκεφτεί,Λίνα, αν του πούμε εμείς, συμπλήρωσε ο Gorun.

............................................................................................................................................

Εχαν περάσει λίγες ημέρες από τη συζήτηση που έλαβε χώρα στο γραφείο του ακτιβιστή.
- Τζίκα, σε θέλουν στο κόμμα του  ανακοινώσε η  Nuti, η γραμματέας του σχολείου. Σε ψάχνει ο σύντροφος Πολέντας, αναπληρωτής του Gorun.
      Ο άντρας έφθγε αμέσως, ανησυχόντας. "Σίγουρα κάτι κακό συνέβη και θέλουν να με επιπλήξουν;Να είναι ο άνδρας καμιάς από τις γυναίκες που είχε πρόσφατα κάποια απόδραση; Θα με κάρφώσε στο κόμμα!’’ σκέφτηκε θυμωμένα
- Γεια σου, σύντροφε "Πολέντα.
- Γεια σας, κύρις καθηγητή. Πώς πάνε τα πράγματα στο σχολείο; Όλα είναι καλά;
- Ναι, βέβαια, του αποκρίθηκε ο άνδρας.
- Σύντροφε Κιβερνισεάλα, είπε ο  ακτιβιστής, έχετε εργαστεί για μας για χρόνια και έχετε αποδείξει ότι είστε ένας αφοσιωμένος γιος του κόμματος. Και είμαστε πάντα σε ανταμείψαμε όπως σου άξιζε. Σε βοηθήσαμε να σπουδάσεις γεωγραφία  να αποφοιτήσεις και να γίνεις δάσκαλος στο χωριό. Αλλά διευθυντής δεν θα θέλατε γίνεται; Για να δεις, ο κ Πόπας πρέπει να βγει σύντομα σε σύνταξη! Και εμείς, εγώ και ο κ Gorun, σκεφτήκαμε εσάς. Τι λέτε;
          «Διευθυντής!" σκέφτηκε ο Τζίκας. «Θεέ μου, πόσες φορές το είχα ονειρευτεί αυτό. Και μου το προτείνουν τώρα. Μόνο στα πιο φανταστικά του όνειρά θα μπορούσε να το εκπληρώσει! "
- Σίγουρα, σύντροφε Πολέντα, απάντησε χαρούμενα.

- Αλλά πρέπει να κάνειςε κάτι γι 'αυτό! συμπλήρωσε ο αξιωματούχος.
- Πες μου ποιόν πρέπει να παρακολουθήσω! Πρόσφατα σας έδωσα πληροφορίες για τον Αντρέα και τον Μιχάλη, και τους βάλατεστην φυλακή, είπε ο Τζικας.
- Ναι, αλλά τώρα θέλουμε να κάνουμε κάτι για ένα κορίτσι του λαού μας. Το Κόμμα νοιάζεται γι 'αυτές και για σας, όσούς είναι  πιστοί στον σκοπό μας, εξήγησε ο ακτιβιστής.
- Εντάξει! Τι πρεπει να κανω? ρώτησε καλοπροαίρετα ο  δάσκαλος.
-  Ξέρετε την Λίνα Σποιτόρου , στο τέρμα του χωριού;
- Ποιά; Την δασκάλα; Την μελαψη, με μακρύ, μαύρο σαν κοράκι μαλλί πιασμένο κότσο;

   Η σκέψη του Τζίκα αμέσως έτρεξε στη Λίνα. Μόλις πρόσφατα ήταν δική του, χωρίς κανένα πρόβλημα.
- Ναι, ναι, σύντροφε Κιβερνισεάλλα. Πείτε μου, σας αρέσει η κοπέλα; Ρώτησε ο  Πολέντας.
      Ο Τζίκας έμεινε για λίγο άναυδος. Μπροστά από το πρόσωπό του εμφανίστηκε το πρόσωπο της Λίνας,με  το μεγάλο στόμα και τη μακριά μύτη, τα τεράστια μάτια, με μια ελαφρά διόγκωση. "Γίνεται. Δεν είναι για άρνηση. Οι σύντροφοι του κόμματος μου μπορούσαν να επιλέξουν ποιος ξέρει τι άσχημες  μέσα από το χωριό. Αυτό συνέβη σε άλλους. Η Λίνα μπορούσε να είναι η γυναίκα του. Ήταν, ο Τζίκας, με γυναίκες πιο άσχημες απ’ αυτή! "
- Ναι, είπε ο Τζίκας. Στην πραγματικότητα, μου αρέσουν σχεδόν όλες οι γυναίκες του χωριού. Μόνο κουρέλια να μην είναι ... όχι σαν την
Tuta του Zdreanţă
.
       Αυτό ήταν κάτι που ο Τζίκας δεν είχε σκεφτεί μέχρι τότε. «Να παντρευτώ ... δεν έχω όρεξη για τέτοια τώρα!  Αρκετή δουλειά έχω με τους άντρες των ερωμένων μου! Τώρα να έχω προβλήματα και με την γυναίκα μου;

   - Τι είναι Τζίκα, δεν σκέφτηκες ότι πρέπει να παντρευτείς και εσύ κάποτε; Η κοπέλα σε λατεύεθ, είναι εργατική και φιλόδοξή. Μπορείτε να φτάσετε μακριά μαζί της ... και με μας, αν την πάρετε  για σύζυγο. Θα σε κάνουμε διευθυντή! Να κατασταλάξεις και συ στο σπίτι σου, να πάρεις αξίωμα. Τι λες; Δέχεσαι; ρώτησε ο Πολέντας.
- Ξέρω και  ‘γω; είπε ο Τζίκας ξύνοντας το κεφάλι του ανάμεσα στις μαύρες μπούκλες. Και μετά θα με κάνετε διευθυντη; Νομίζω μου αρέσει! Και να την πάρω για γυναίκα; ψιθύρισε ο Τζίκας. Λοιπόν, συμφωνώ, επιβεβαίωσε με δυνατή φωνή.
- Κοίτα, την Κυριάκή είναι ο μεγάλος χορός στο πολιτιστικό κέντρο! Είναι γιορτή της συγκομιδής! Θα έρθει και η Λίνα! Τώρα είναι η τέλεια στιγμή! συνέχισε να δίνει συμβουλές ο ακτιβιστής.
       Και έτσι ο σύντροφος Κιβερνισεάλλα έγινε διευθυντής  στο σχολείο του χωριού. Περνούσε καλά, πολύ καλά! Τώρα είχε περισσότερες γυναίκες!

 Όλα κοιλούσαν υπέροχα μέχρι την μοιραία ημέρα, όταν συνέβει το ατύχημα. Έπινε, ως συνήθως, με δύο φίλους του, τον Doru και τον Nelu, καθηγητές πανεπιστημίου - και αυτοί πρώην εργάτες, τους οποίους προώθησε με επιτυχία το κόμμα του. Ήταν όλοι πολύ μεθυσμένοι. Αλλά μόνο ο Τζίκας ήταν στο τιμόνι. Εκεί, στην άτυχη στροφή, συνέβησαν όλα. Ο Doru και ο Nelu έφυγαν ακαρυαία για τον άλλο κόσμο. Μόνο ο ίδιος,  μόνος ο Τζίκας ήταν ακόμα ζωντανός μετά την σύγκρουση με το δέντρο στην άκρη του δρόμου. Γλύτωσε τον θάνατο αλλά όχι την τιμωρία! Τον περιμέναν πολλά χρόνια φυλάκισης! Όλη  η έντονη δραστηριότητα του στην ασφάλεια, δεν του ήταν χρήσιμη τώρα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να ξεγελάσει το νόμο.

   Η Λίνα έπρεπε να πληρώσει αποζημίωση στα παιδιά των αποθανόντων. Η γυναίκα υπόμενε και άντεχε ηρωικά. Δεν μπορούσε να νικήθει από αυτό. Και η αγάπη της για τον Τζίκα την έκανε να αντέχει περισσότερο. Εκείνη αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά ο Ράντου, γιος τους, ήταν περισσότερο επηρεασμένος. Από παιδί του διευθυντή έγινε παιδι του φυλακισμένου, του δολοφόνου. Η Λίνα ανέλαβε το αγόρι, και είχε καταβάλει οικονομικές προσπάθειες έτσι ο Ράντου να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στα "ρουμάνικα", για να περάσει στο λύκειο «Unirea», στο τμήμα Φιλολογίας. Αλλά η μάθηση δεν ενδιέφερε τον Ράντου. Αλλά απέτυχε παταγωδος. Πήρε ένα μεγάλο δύο. Με αυτό τον βαθμό πήρε μια θέση στο τμήμα κλωστοϋφαντουργίας, του ίδιου λυκείου, μαζί με όλους οσούς είχαν πάρει βαθμούς ένα και δύο στις εισαγωγικές εξετάσεις. Αλλά πάλι κατάφερε να αποφοιτήσει το λυκείο "Unirea", ακόμη και αν όχι στο προφίλ που επιθυμούσε. Το κόμμα του πρόσφερε μια ευκαιρία!

  Μετά το λύκειο σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να βρει δουλεία, εκτός αν πήγαινε πανεπιστήμιο. Θα μπορούσε στη συνέχεια να προσπαθήσει να παρακολουθήσει ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο. Αλλά για να επιτευχθεί αυτό, έπρεπε να διαβάζει, όχι αστεία. Και του Ράντου δεν του καιγόταν καρφί για την μάθηση.
          Ήταν ένα αγόρι όμορφο, ψηλό, με αθλητικό κορμί, μεγάλα μάτια, μαύρα σγουρά μαλλιά, έτσι τον Ράντου, όπως και τον πατέρα του, τον απασχολούσε μόνο τα κορίτσια και το ποτό.
           Η Λίνα μέσω γνωστών της, είχε καταφέρει  να προσλάβουν τον νεαρό άνδρα ως εργάτη στη διεύθυνση λυμάτων του Brasov. Στη συνέχεια, τον προσέγγισαν από την Σεκιουριτάτε για συνεργάτη.
            Αλλά ήρθε σύντομα η ευτυχισμένη γι 'αυτόν μέρα, όταν έγινε η επανάσταση. Στο χωριό δεν υπήρξε καμία φασαρία, καμία σφαίρα δεν ρίφθηκε. Αλλά σαν πρώην συνεργάτης της Σεκιουριτάτε, ο Ράντου έγινε  αμέσως δεκτος στο  Εθνικό Μέτωπο Σωτηρίας του χωριού. Και πήρε και πιστοποιητίκο επαναστάτη, το οποίο του έφερνε εκτός από χρήματα, πολλά άλλα πλεονεκτήματα. Πήρε  αμέσως προηβασμό , σε μια θέση στη διοίκηση. Και πήρε δωρεάν, ένα μεγάλο σαξονικό σπίτι , που είχε εγκαταλειφθεί από τους Σάξονες ιδιοκτήτες του όταν αυτοί μετανάστευσαν στη Γερμανία.

  Ο πατέρας του, βγήκε και αυτός πρόσφατα από τη φυλακή γιατί θεωρήθηκε πολιτικός κρατούμενος  του πρώην κομμουνιστικού  καθεστώτος. Επίσης, ως αντιστάτης της δικτατορία, έλαβε και ο ίδιος, όπως και ο γιος του, επίδομα.
            Βγαίνοντας από τη φυλακή, ο Τζίκας ήρθε σε επαφή με τους πρώην συναδέλφους του από το πανεπιστήμιο, οι οποίοι ήταν τώρα καθηγητές στο "Πανεπιστήμιο Γεωγραφίας». Και σύστησε το γιο του για να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο. Επίσης, με τη βοήθειά τους, ο Ράντου κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις και να πάρει ακόμη και πτυχίο. Οι εκπαιδευτικοί τον συμπονούσαν για τα βάσανα που πέρασε, λόγω του ατυχήματος που είχε ο πατέρας του.

  Με το πτυχίο στο χέρι και  με λίγα χρήματα , ο Ράντου πήρε εύκολα τη θέση του διευθυντή στο  σχολείου του χωριού, θέση που κατείχε και ο πατέρας του πριν από πολλά χρόνια. Θέση που το πρόσφερε σημαντικά οφέλη, μιας και οι εκπαιδευτικοί έπρεπε, στη νέα τάξη πραγμάτων, να πληρώσουν για την θέση τους. Και ο Ράντου επωφελήτον στο έπακρο. Ακόμη και από την γεωργικής γη των  υφιστάμενων του, για την αξρίβεια από τη συγκομιδή τους. Τα έπερνε το βράδυ και κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα. Αν και ήξεραν ποιός ήταν ο ένοχος , δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αν έκαναν  καταγγελία δεν θα έλυνε το πρόβλημα, αλλά θα έκαναν στους εαυτούς του  περισσότερο κακό.

    Η Λίνα που ήταν πολύ φιλόδοξη δεν ήταν ικανοποιημένη μόνο με αυτό. Μετάτρεπε όλα τα λεφτά σε συνάλλαγμα για να πληρώνει τη θέση του επιθεωρητή που είχε ο γιος της. Πρόσφερε τόσα πολλά χρήματα που το μεγάλο αφεντικό  αποφάσισε να βάλει τον Ράντου επιθεωρητή σε δύο κλάδους - όχι μόνο σ τη γεωγραφία, αλλά και στα θρησκευτικά. Έστω και αν ο Ράντου δεν είχε καμία επίσημη κατάρτιση στον τομέα αυτό. Με λίγο λάδωμα  όλα είναι δυνατά! Και η θέση ήταν πιο επικερδής, κυρίως επειδή ήταν μια νέα πειθαρχία που θεσπίστηκε στο πρόγραμμα σπουδών και έπρεπε να προσλάβουν νέα άτομα, που ήταν διαθεσιμένοι να πληρώσουν όσο όσο για μια θέση. Επιπλέον, υπήρχαν οι ιερείς, οι σύζυγοί τους, που έιχαν από που να δώσουν δωροδοκία. Ήθελαν να συμπληρώσουν τα εισοδήματα τους με λίγες επιπλέον ώρες διδασκαλίας. Έτσι ο Ράντου είχε πλουτίσει γρήγορα και ανάκτησε πίσω τα χρήματα που δόθηκαν για τη θέση του επιθεωρητή. Εκτός από τα χρήματα, φυσικά,  μέρος των κληρικών του πρόσφεραν μόνιμα, μπουκάλια οινοπνευματωδών ποτών όλων των ειδών, τα οποία οι ιερείς τα λάβαναν από γάμους, μνημόσυνα, βαπτίσεις.

   Η οικογένεια είχε ανακάμψει πλήρως. Ήταν όπως τους καλούς καιρούς.
             Στο σχολείο τώρα δούλευαν πάλι, και οΤζίκας ως δάσκαλος, μαζί με τη Λίνα. Ήθελε μόνο μια νύφη της για να είναι πλήρως ευτυχισμένη!. " Έτσι ίσως ο Ράντου να άφηνε το ποτό και τις γυναίκες," σκέφτηκε. "Να μην κάνει και αυτός καμία ζαβολία όπως τον Τζίκα! "

     

Ψάξε και να ψάξεις η Λίνα στο τέλος σκέφτηκε ότι η πιο κατάληλη για τον γιο της, ήταν η κόρη της γραμματέας, μία γυναίκα χωρίς τον άνδρα, από το σχολείο του χωριού. Πριν από την επανάσταση, η κοπέλα εργαζόταν στο C.A.P  ως εργάτρια στην γεωργία, που σήμαινε ότι είχε αποφοιτήσει το  Γυμνάσιο Γεωργίας στο Prejmer. Τώρα, μετά την επανάσταση, οι θέσεις στο κολέγιο αυξήθηκαν κατακόρυφα, όπως τα μανιτάρια. Εκείνη αποφάσισε να ακολουθήσει την παιδαγωγική Ακαδημία «Ως δασκάλα στο χωριό, η Μαρίνα Ραντου είναι η πιο κατάλληλη" σκέφτηκε η Λίνα.

  Ο γάμος έγινε αμέσως. Και από τα δώρα που έλαβε, ειδικά από τους υφισταμένους, οι νέοι αγοράζουν ένα Audi. Κατά τους προσεχείς μήνες, η Μαρίνα έμεινε έγκυος και είχε γεννήσει ένα κορίτσι. Η Λίνα απολάμβανε περισσότερο απ’ όλους που είχε μια εγγονή και είδε τον γιο της να κατασταλλάζει τελικά στο σπίτι του.
              Αλλά ο Ράντου ήταν πανομοιότυπος με τον Τζίκα, τον πατέρα του. Η Μαρίνα δεν κατάφερε να τον αλλάξει, να μην τρέχει πίσω από άλλες γυναίκες, ειδικά πίσω απο υφιστάμενες νεαρές εκπαιδευτικούς, κάτι που τον δελέαζε τον τόσο πολύ. Και δεν είχε καμιά πιθανότητα να ξεφύγει απο το πάθος του για το ποτό.

............................................................................................................................................

Ο Ράντου ξύπνησε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δίπλα του στεκόταν ανήσυχες η σύζυγος του Μαρίνα και η Λίνα, η μητέρα του.
- Καλώς ήρθες πίσω, αγάπη μου, αναφώνησε η Λίνα χαρούμενη.
- Και οι συνάδελφοί μου, οι δασκάλες; Ρώτησε ο Ράντου συγχυσμένος.
- Οι άλλοι επιβάτες; Ρώτησε η Μαρίνα. Δεν επιβίωσε καμία. Μόνο εσύ είσουν τυχερός, αγάπη μου! . Και σκέφτηκε ευτυχισμένα «Δόξα τω Θεώ, που απαλλάγηκα από αυτές! Τι, ήθελαν  να μου κλέψουν το Ράντου μου;

 

Επίλογος

Ο Ράντου γλύτωσε τη φυλακή μετά τη δίκη. Έδωσε κάποια χρήματα, αλλά αξίζε τον κόπο. Γλύτωσε καθαροός.
       "Ευτυχώς που συνέβη σαν τον μπαμπά! "σκέφτηκε ο άντρας. "Αλλά τότε ήταν άλλες εποχές. Τότε μπορούσε να είσουν  υψηλόβαθμός στο κόμμα, να είσουν μεγάλος σεκιουρίστ, αλλά αν παρέβαινες το νόμο, έπρεπε να τιμωρηθείς όπως κάθε απλός πολίτης. Τώρα όμως έχουμε δημοκρατία! Δίνεις χρήματα και γλυτώνεις ότι και να κάνεις ... μπορείς να κλέψεις, μπορείς να σκοτώσεις ... αν έχεις εργαστεί για την Ασφάλεια και την επανάσταση, όπως εγώ – και έχεις να δώσεις χρήματα εκεί που πρέπει,μπορείς να λύσεις το κάθετι, όχι όπως στην εποχή του κομμουνισμού ... "

  Ωστόσο, ο Ράντου Κιβερνισεάλα είχε χάσει την θέση του σαν επιθεωρητής εκπαίδευσης. Όχι λόγω του ατυχήματος! Αλλά ήρθε κάμποιος άλλος με περισσότερα χρήματα και περισσότερες διασυνδέσεις. Τελικά όμως ο Ράντου επέστρεψε, σαν ο νέος διευθυντής, στο σχολείο του χωριού ... ακριβώς σαν τον πατέρα του. Αλλά παρουσιάστηκε το πρόβλημά ότι οι μαθητές στο χωριό λιγόστευαν, ο αριθμός των τάξεων μειώθηκε έτσι και οι ώρες της γεωγραφίας άρχισαν να μειώνονται με ταχύτατα. Ο Ράντου έμεινε χωρίς θέση! Η λύση ήρθε από εκεί που δεν ανέμενε. Το συνδικάτο πρόσφερε  μερικά εισιτήρια για διακοπές, σχεδόν δωρεάν,στα Bai. Ως διευθυντής, είχει προτεραιότητα. Και εκεί στο θέρετρο, έκπληξη! Εκεί είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Η προσφορά ήταν πολλά υποσχόμενη: «ένα συν ένα δώρο», όπως το σούπερ μάρκετ. Έτσι, ο Ράντου γύρισε από το θέρετρο  με ένα πτυχίο στην «Λογοτεχνία» από τον πανεπιστήμιο  “Băile Tufă de Veneţia“, το οποίο πλήρωσε, και πήρε δωρεάν πτυχίο στην  «Ψυχολογία» για την γυναίκα του Μαρίνα. Στην εκπαίδευση, αν ήξερες ποιούς να δωροδοκήσεις, δεν έιχες κανένα πρόβλημα με τέτοια πτυχία! Κανείς δεν νοιαζόταν αν τα διπλώματα ήταν αναγνωρίζμένα ή όχι. Έτσι έγινε  και καθηγητής στα "ρουμανικά» και με τις διασυνδέσεις του, ητάν αυτός που έκοβε και έραβε στο  Διοικητικό συμβούλιο των εξεταστών, για όλο τον νομό. Έτσι του επιστράφηκαν γρήγορα τα χρήματα που είχε δώσει για να πάρει το πτυχίο του.

Τον επόμενο χρόνο, ο Κιβερνησεάλας ήταν υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές . Ανεπιτυχώς, φυσικά! Αλλά για να είναι κάποιος υποψήφιος δεν είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο καθένας! Και η υποψηφιότητα πρέπει να πληρωθεί  και όχι πολλοί έχουν πρόσβαση.

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen